Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

 Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε το στόμα του για να ξανακάνει την ερώτηση αλλά ο μεγάλος του αδελφός τον πρόλαβε,

«Είσαι μικρός ακόμα για να ξέρεις τι είναι αυτά τα πράγματα» αποκρίθηκε χαμογελώντας πονηρά,

«Πρέπει να κάνω επειγόντως μια συζήτηση με τον πατέρα σου» αποκρίθηκε η μητέρα του νευριασμένη καθώς έβγαινε φουριόζα από το δωμάτιο,

«Είπα κάτι κακό;» ρώτησε ο μικρός Φανκ φοβισμένος με την αντίδραση της μητέρας του,

«Όχι μικρό μου ρόδο αλλά κάποια πράγματα πρέπει να τα μαθαίνεις στην ώρα τους» αποκρίθηκε χαμογελώντας και παίρνοντας τον από το χέρι τον οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Το τελευταίο που κατάφερε να ακούσει ο Φανκ πριν τελειώσει το όραμα ήταν ο πραγματικός κάτοχος του σώματος αυτού να μουρμουράει πως ποτέ δεν θα καταλάβαινε τους μεγάλους και ευθύς επανήλθε στην πραγματικότητα όπου ο στρατηγός Ζανγκ τον είχε ρωτήσει για την βεντάλια που κρατούσε η οποία ήταν ένα από τα θρυλικά όπλα των Σακούρ και σύμφωνα με το όραμα λεγόταν Λούμινους.

«Ναι, μου είχαν μιλήσει για αυτά αλλά όχι ο πατέρας αλλά ο μεγάλος μου αδελφός ο Λαν» με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, η Ξιάνκ στο άκουσμα του ονόματος του αδελφού τους χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή ενώ ο στρατηγός έκπληκτος αναφώνησε,

«Ο Δαίμονας του Σύμπαντος ήταν αδελφός σου;»,

«Δαίμονας του Σύμπαντος; Ο αδελφός μου ήταν ο Λαν…»,

«Γιν! Γιν Λαν, τον ίδιο λέμε! Ήμασταν συμμαθητές στην σέκτα Τιάν όπου εκεί εκπαιδεύονται οι καλύτεροι χρήστες του Ντάο. Ο αδελφός σου ήταν τόσο δυνατός που ξεπερνούσε σε δύναμη τους δασκάλους μας για αυτό και το παρατσούκλι. Ο μόνος που ήταν ισάξιος του ήταν ο ιδρυτής της συγκεκριμένης σέκτας, ο Γιέ Μίνγκ ο οποίος είχε και εκείνος στην κατοχή του ένα θρυλικό όπλο. Το μαστίγιο Σολ το οποίο λέγεται πως φτιάχτηκε από καθαρό και αγνό φως. Όταν αποφοιτήσαμε καταταχτήκαμε και οι δύο στον στρατό όπου έπειτα από αρκετά χρόνια καθήκοντος ο αυτοκράτορας έχρισε εμένα στρατηγό και εκείνον εκπαιδευτή. Στην τελετή που έγινε προς τιμήν μας ήμασταν τόσο χαρούμενοι που κανείς μας δεν είχε συνειδητοποιήσει πως σε λίγες ημέρες θα έσβηναν τα χαμόγελα μας. Μια ημέρα πήγαινα να επισκεφτώ τον αδελφό σου καθώς ήταν τα γενέθλια του και είχαμε αποφασίσει από την προηγούμενη να το γιορτάζαμε στο πιο δημοφιλές πορνείο της πόλης. Όμως μερικά μέτρα πριν φτάσω είδα καπνό να ανεβαίνει από την περιοχή που ήταν το εκπαιδευτήριο και πολίτες να τρέχουν πανικόβλητοι. Αμέσως κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε και έτρεξα προς τα εκεί που προερχόταν ο καπνός. Με τρόμο διαπίστωσα πως το εκπαιδευτήριο καιγόταν ολόκληρο. Μάταια προσπαθούσαμε να το σβήσουμε, είχε καεί συθέμελα. Όταν έσβησε και η τελευταία πυρά φωτιάς αρχίσαμε να ανασέρνουμε από τα συντρίμμια τα καμένα κουφάρια όσων δεν είχαν προλάβει να βγουν έγκαιρα έξω από το κτήριο. Εκείνη την ημέρα ο λαός μας έπαθε ένα βαρύ πλήγμα καθώς περίπου οι μισοί ελίτ εκπαιδευόμενοι, τους οποίους εκπαίδευε προσωπικά ο αδελφός σου ήταν νεκροί. Όταν ρώτησα τι απέγινε ο Λαν ένας από τους νεαρούς που είχε καταφέρει να βγει έγκαιρα από την φωτιά είπε πως όταν προσπάθησε να πείσει τον δάσκαλο τους να βγει έξω εκείνος αρνήθηκε λέγοντας πως δεν θα έβγαινε αν δεν κατάφερνε να βγάλει έξω όλους τους εκπαιδευόμενους. Ένας άλλος είπε πως μια ώρα πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά ένας κουκουλοφόρος άνδρας είχε ζητήσει να τον δει. Ο αδελφός σου δεν δέχτηκε και λογομάχησαν άγρια. Τόσο άγρια που αναγκάστηκε ένας άλλος εκπαιδευτής να παρέμβει. Όταν βρήκα τον συγκεκριμένο εκπαιδευτή μου επιβεβαίωσε πως όντως είχε γίνει ο καβγάς. Μάλιστα μου εκμυστηρεύτηκε πως παρόλη την εκπαίδευση που είχε δεχθεί εκείνη την στιγμή φοβήθηκε καθώς όταν ζήτησε από τον άγνωστο να αποχωρήσει ένιωσε πως ο άνδρας αυτός εξέπεμπε μια σκοτεινή αύρα η οποία επιδεινώθηκε όταν τον είδε να κρατάει από τους ώμους τον αδελφό σου για να τον πάει μέσα…»,

«Αυτό το τέρας σκότωσε τον αδελφό μας και είναι ακόμα ελεύθερος!» διέκοψε θυμωμένη η Ξιάνκ που με το ζόρι συγκρατιόταν να μην υψώσει τον τόνο της φωνής της στον στρατηγό,

«Αρχόντισσα μου σας ορκίζομαι πως δεν σταμάτησα να ψάχνω αλλά δεν…» άρχισε να λέει προσπαθώντας να την καθησυχάσει αλλά ο Φανκ καταλαβαίνοντας πως κάτι έκρυβε τον διέκοψε,

«Λες ψέματα! Ξέρεις πολλά περισσότερα από ότι μας λες αλλά για κάποιο λόγο φοβάσαι. Γιατί; Μήπως αυτός που σκότωσε τον αδελφό μου ήταν κάποιος που μένει στο παλάτι;» ρώτησε εύστοχα καθώς ο στρατηγός πάνιασε αμέσως,

«Όχι, άρχοντα μου! Κανείς από την αυτοκρατορική οικογένεια δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο»,

«Τότε πες μας ποιος είναι! Σε παρακαλώ Σιχ πρέπει να ξέρω!» αποκρίθηκε κοιτάζοντας τον Σιχόνγκ με βλέμμα μικρού κουταβιού κάνοντας τον συνομιλητή του να μην έχει πλέον την ψυχική δύναμη να το κρύβει άλλο. Έτσι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ο Σιχόνγκ άνοιξε το στόμα του και εξομολογήθηκε ότι είχε μάθει από την έρευνα του,

«Ο άνδρας που υποτίθεται πως σκότωσε τον αδελφό σας, λέω υποτίθεται γιατί δεν βρέθηκε ποτέ η σορός του, ήταν ο μοναχογιός της ιδρύτριας της Δαιμονικής σέκτας, της Λιάο Ζαν…»,

«Ο Γι Γιουχάν! Έπρεπε να το είχα καταλάβει!» τον διέκοψε έξαλλη η Ξιάνκ, «Τώρα θα δείξω σε αυτόν τον δανδή τι παθαίνουν όσοι πειράζουν κάποιο μέλος από την οικογένεια μας» πρόσθεσε καθώς έκανε να φύγει αλλά ευτυχώς ο Φανκ και ο Μεϊμάρ ο οποίος όλη αυτή τη ώρα παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει την συγκράτησαν,

«Τι πας να κάνεις;» την ρώτησε έντρομος,

«Τι εννοείς τι πάω να κάνω; Πάω να εκδικηθώ τον χαμό του αδελφού μας» αποκρίθηκε η νεαρή κοπέλα υψώνοντας του τη φωνή,

«Η οικογένεια αυτή είναι επικίνδυνη! Δεν είναι να τα βάζεις με τους ιδρυτές της καλύτερης σχολής του μονοπατιού μαγείας Γιν/Γιανγκ ειδικά αν ένα μέλος τους έχει δημιουργήσει μια δαιμονική καρδιά» αποκρίθηκε έντρομος ο Σιχόνγκ καθώς προσπαθούσε να την λογικέψει,

«Μα…» άρχισε να λέει εκείνη αλλά ο Φανκ την διέκοψε,

«Αδελφή σε παρακαλώ μην πας! Δεν θα αντέξω να χάσω άλλο μέλος της οικογένειας μου» στο άκουσμα των λέξεων αυτών η κοπέλα κοκάλωσε αμέσως και γεμάτη τύψεις τον αγκάλιασε ζητώντας του συγνώμη και πως δεν θα τον άφηνε ποτέ. Την ώρα που ηρέμησαν όλοι η Ζιχούα τους πλησίασε για να αναφέρει πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Μαζί της ήταν ο Λούογιανκ και ο Ρου ο οποίος σαν μαμά χήνα έτρεξε κοντά στον άρχοντα του και εξετάζοντας τον από πάνω μέχρι κάτω αναφώνησε,

«Είστε καλά; Έμαθα από τον Τσιν πως σας επιτέθηκε μια ορδή από δαίμονες! Τι σκεφτόσασταν όταν κατεβήκατε στην αγορά χωρίς να πάρετε μαζί σας τουλάχιστον έναν από εμάς;» τον κατσάδιασε,

«Είμαι καλά Ρου μην ανησυχείς! Δεν ήταν και ορδή, όπως πάντα ο Τσιν τα παραλέει. Τέσσερις δαίμονες ήταν εκ των οποίων με τον ένα… ας πούμε πως συνδέθηκα μαζί του…»,

«Τι πράγμα;» τον διέκοψε έντρομος ο σωματοφύλακας. Ο Φανκ έκανε να απαντήσει αλλά ο Λούογιανκ αναφώνησε έξαλλος,

«Πως μπορέσατε να κάνετε τέτοιο πράγμα; Το ξέρετε πως θα μπορούσατε αυτή τη στιγμή να ήσασταν νεκρός; Είναι θαύμα που ζείτε έπειτα από την σύνδεση! Κανένας Σακούρ δεν έχει επιζήσει τις λιγοστές φορές που οι δαίμονες προσπάθησαν να…να…» Πρώτη φορά ο Φανκ είδε τον συγκεκριμένο σωματοφύλακα να χάνει τα λόγια του σαν να ανησυχούσε πραγματικά για εκείνον. Περίεργο κανονικά θα έπρεπε να λυπόταν που δεν πέθανα, αναλογίστηκε ο άρχοντας παραξενευμένος μην γνωρίζοντας πως την ίδια ώρα στο μυαλό του Λούογιανκ γινόταν ένας πόλεμος συναισθημάτων. Από την μια ήταν θυμωμένος που ο πρωτότοκος γιός του τέρατος που ήταν η αιτία να πεθάνει η μητέρα του επέζησε και από την άλλη ένιωσε ανακούφιση που επέστρεψε σώος και αβλαβής, Τι μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκε ο νόθος γιός του προηγούμενου πατριάρχη της οικογένειας Γιν καθώς κανονικά θα έπρεπε να νιώθει μόνο μίσος για τον Φάνκ όπως συνέβαινε πριν την απόπειρα δολοφονίας του άρχοντα αλλά αντ’αυτού ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μόνο στην ιδέα πως θα μπορούσε σήμερα να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά. Ήταν τόσο χαμένος στις σκέψεις του που δεν μπόρεσε να συνεχίσει την πρόταση του,

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς Λούογιανκ είμαι μια χαρά» αποκρίθηκε απαλά ο Φάνκ επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Έπειτα από αυτά τα λόγια όλοι εκτός από τον πρώην δαίμονα Ραν που ακόμα κοιμόταν στο δωμάτιο που του παραχωρήθηκε κίνησαν προς την τραπεζαρία για να φάνε. Εκεί ο Φάνκ ανακοίνωσε προς έκπληξη όλων πως θα γινόταν νόμιμα μέλος στο αυτοκρατορικό χαρέμι ύστερα από απαίτηση της αυτοκράτειρας Λίνγκζιν η οποία ανέθεσε στον στρατηγό Ζανγκ να τον προστατεύει μέχρι την ημέρα του γάμου. Αυτά τα λόγια όχι μόνο ξάφνιασαν τον Λούογιανκ όπως και όλους τους υπόλοιπους αλλά του προκάλεσαν ένα αίσθημα ζήλειας, Γιατί; Αν είναι ο στρατηγός Ζανγκ εδώ εγώ πως θα του χορηγώ το ναρκωτικό λουλαμπάι; Πως θα τον δολοφονήσω; Πως θα γίνω ο αρχηγός της οικογένειας και το πιο σημαντικό πως… πως θα τον βλέπω αν μετοικίσει στο παλάτι; Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Πρέπει να δράσω σήμερα το βράδυ πριν αυτός ο δαίμονας μου κλέψει την ψυχή, αναλογίστηκε αποφασισμένα καθώς προσπαθούσε να καταπνίξει το απαγορευμένο συναίσθημα, της αγάπης. Πίστευε πως τα είχε καταφέρει αλλά όταν ο Φανκ αποκρίθηκε πως θα πήγαινε ένα πιάτο φαΐ στον δαίμονα-αλεπού κυριεύτηκε ξανά από ζήλεια με αποτέλεσμα να προσφερθεί να τον συνοδεύσει. Ο Ρου μην έχοντας του εμπιστοσύνη αποκρίθηκε πως θα ήταν καλύτερα να συνοδεύσει εκείνος τον άρχοντα τους. Τα λόγια του εκνεύρισαν τόσο πολύ τον Λούογιανκ που θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να του πει τι ακριβώς πίστευε για εκείνον αλλά ευτυχώς ο Φανκ καταλαβαίνοντας πως η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αρχίσει να οξύνεται πρότεινε να έρθουν και οι δύο,

«Εννοείτε και οι τρεις!» τον διέκοψε ο στρατηγός καθώς σηκωνόταν και εκείνος από το τραπέζι, «Η αυτοκράτειρα μου ανέθεσε να σας προστατεύω μέχρι την τελετή και αυτό θα κάνω» πρόσθεσε αποφασιστικά μόλις είδε τον όμορφο νεαρό διστακτικό,

«Μα δεν θα απομακρυνθώ πολύ και το μόνο που θα κάνω είναι να προσφέρω λίγο φαγητό και νερό στον φιλοξενούμενο μου. Δεν νομίζω να χρειάζομαι τόσο μεγάλη συνοδεία»,

«Ποτέ δεν ξέρετε με τους δαίμονες» αποκρίθηκε με ένα ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση,

«Μα δεν είναι πλέον δαίμονας. Μετατράπηκε σε Σακούρ δεν νομίζω λοιπόν πως διατρέχω κίνδυνο» ψέλλισε αλλά στο τέλος δέχθηκε να τον ακολουθήσουν και οι τρεις σωματοφύλακες του. Θα ερχόταν μαζί τους και ο Τσιν αλλά ευτυχώς ο Φανκ τον ξεφορτώθηκε αναθέτοντας του να πάει να ταΐσει στον στάβλο της οικογένειας το αμενόρι. Έτσι με βαριά καρδιά ο ερωτοχτυπημένος υπηρέτης κίνησε να εκτελέσει τις διαταγές του αφεντικού του. Όταν έφτασαν μπροστά στην πόρτα του Ραν ο νεαρός με σιγανή φωνή παρακάλεσε τους σωματοφύλακες και τον Σιχ να κάνουν ησυχία για να μην τον τρομάξουν και έπειτα άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε μέσα σε ένα δωμάτιο το οποίο αν και είχε μόνο τα απαραίτητα έδειχνε από μακριά πως άνηκε σε ένα αρχοντικό. Πάνω στο όμορφο χειροποίητο ξύλινο κρεβάτι με τις παραμερισμένες μεταξένιες ημιδιάφανες κουρτίνες κείτονταν ένας πολύ όμορφος κοιμισμένος άνδρας. Τα πολύ μακριά λευκά μαλλιά του ξεχύνονταν σαν καταρράκτης πάνω στο μαξιλάρι και τα μαύρα ρούχα του έκαναν αντίθεση με την κουβέρτα που βρισκόταν ανέγγιχτη ακριβώς από κάτω από τον ωραίο κοιμώμενο. Βλέποντας πως ο φιλοξενούμενος του ακόμα κοιμόταν ο Φανκ χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο άφησε πολύ προσεκτικά τον δίσκο με το φαγητό στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι που υπήρχε στο δωμάτιο. 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 1)

 

Το αυτοκρατορικό χαρέμι

Δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή του έναν άνδρα που να έμοιαζε σαν να έτρεχε στις φλέβες του αίμα ξωτικών. Τα καστανά του μαλλιά που ήταν δεμένα σε αλογοουρά έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου παροτρύνοντας όποιον τον αντίκριζε να τον πλησιάσει και να τραβήξει την γαλάζια κορδέλα που τα κρατάει στην θέση τους ώστε να πέσουν ελεύθερα σαν χείμαρρος απελευθερώνοντας το αιθέριο άρωμα τους. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί η αυτοκράτειρα χωρίς να τον έχει ξαναδεί θέλει να τον προσθέσει στο χαρέμι της. Είναι ο πιο όμορφος χορευτής που έχω αντικρίσει! Και μόνο με αυτό το πρόσωπο πολλές πλούσιες κυρίες θα τον ήθελαν στις συναθροίσεις τους για να τους χορεύει! Αναλογίστηκε καθώς πλησίαζε την μικρή ομάδα που είχαν σταματήσει σε έναν πάγκο που πουλούσε αρωματικά κεριά. Όταν πλησίασε αρκετά παρατήρησε πως ένα από τα άτομα που ήταν μαζί με τον νεαρό άνδρα φορούσε κουκούλα η οποία έκρυβε τελείως το πρόσωπο του. Αυτό έβαλε σε υποψίες τον στρατηγό αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή σκέφτηκε πως ήταν κάποιος εκκεντρικός πλούσιος που δεν ήθελε να τον δουν και να του πιάσουν την κουβέντα. Ίσως να είναι κάποιος μεγαλέμπορος που θέλει να ελέγξει τους υπαλλήλους του, αναλογίστηκε την ώρα που υποκλινόμενος αποκρινόταν,

«Με συγχωρείτε αλλά η αυτοκράτειρα επιθυμεί να συναντηθεί για ένα σημαντικό ζήτημα με τον νεαρό με το βέλο» Ακούγοντας τα λόγια του στρατηγού όλοι έμειναν άφωνοι,

«Με εμένα;» αποκρίθηκε ο Φανκ δείχνοντας τον εαυτό του για να σιγουρευτεί πως είχε ακούσει σωστά,

«Μάλιστα νεαρέ! Οπότε παρακαλώ ακολουθήστε με» Έτσι ο μεταμφιεσμένος άρχοντας αφού πρώτα εμπιστεύθηκε τον Αμάρθας στην αδελφή του και της ζήτησε να αγοράσει τα απαραίτητα για το αμενόρι ακολούθησε τον στρατηγό. Σε καθ’όλη την διάρκεια της πορείας τους μέχρι να φτάσουν στην αυτοκρατορική άμαξα κανείς τους δεν μιλούσε παρά μόνο περιεργάζονταν ο ένας τον άλλο κρυφά από τον συνοδοιπόρο του. Ο Φανκ βλέποντας την ολόχρυση ελαφριά πανοπλία του η οποία ήταν διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους υπέθεσε ορθώς πως ήταν κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός, Ίσως κάποιος στρατηγός! Αναλογίστηκε καθώς παρατηρούσε την χρυσή στέκα για τα μαλλιά που κρατούσε στην θέση τους την ολόμαυρη κόμη του που ήταν πιασμένη σαν και εκείνου σε μια ψηλή αλογοουρά εκτός από τούφες μαλλιών που πλαισίωναν αρμονικά τα πλάγια του προσώπου του. Ξαφνικά για μερικά κλάσματα των δευτερολέπτων οι ματιές τους συναντήθηκαν κάνοντας τα καστανά μάτια του να αντικρίσουν τα γαλάζια δικά του που έμοιαζαν με εκείνα μιας γάτας. Ντροπιασμένος διέκοψε την επαφή ζητώντας συγνώμη για την απρεπή του συμπεριφορά. Αυτό έκανε τον Ζανγκ Σιχόνγκ να βάλει τα γέλια,

«Δεν πειράζει νεαρέ! Κι εγώ στην θέση σου αν έβλεπα κάποιον από το παλάτι το ίδιο περίεργος θα ήμουν» αποκρίθηκε μόλις καταλάγιασε το γέλιο του,

«Και πάλι όμως δεν ήταν πρέπον να σας παρατηρώ τόσο επίμονα» αποκρίθηκε ταπεινά με κατεβασμένο το βλέμμα,

«Μην το σκέφτεσαι! Πως σε λένε νεαρέ; Εγώ είμαι ο Ζανγκ Σιχόνγκ αλλά όλοι οι φίλοι μου με φωνάζουν Σιχ!» αποκρίθηκε ευδιάθετα ο στρατηγός κάνοντας τον Φανκ να ξεχαστεί και να ανοίξει το στόμα του για να μαρτυρήσει το όνομα του με κίνδυνο να τον ακούσουν και ανεπιθύμητοι αλλά για καλή του τύχη εκείνη την ώρα μόλις είχαν φτάσει στην αυτοκρατορική άμαξα. Μέσα από την ολόχρυση άμαξα ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να λέει,

«Τον έφερες Σιχόνγκ;»,

«Μάλιστα αρχόντισσα μου!» αποκρίθηκε αμέσως εκείνος υποκλινόμενος,

«Ωραία πες του να περάσει και φρόντισε να μην μας ενοχλήσει κανένας» την ίδια ώρα που τα έλεγε αυτά ένα γυναικείο χέρι άνοιξε την βαθυκόκκινη κουρτίνα της άμαξας φανερώνοντας την θελκτική σιλουέτα της αυτοκράτειρας. Αντικρίζοντας την αμέσως ο Φάνκ θαμπώθηκε από την ομορφιά της αλλά ευτυχώς συνήλθε γρήγορα καθώς θυμόταν πως ήταν μεγάλη ασέβεια προς το πρόσωπο της αυτοκρατορικής οικογένειας να κοιτάξει κάποιος που δεν άνηκε σε αυτή κάποιο μέλος της στα μάτια. Βλέποντας τον όμορφο νεαρό να κατεβάζει γρήγορα το βλέμμα του στο πάτωμα και να υποκλίνεται ένα χαμόγελο ξέφυγε από τα χείλι της Λίνγκζιν καθώς το μόνο πράγμα που της άρεσε στην αυτοκρατορική ζωή ήταν που όλοι της φερόταν με τον σεβασμό που της άρμοζε. Δεν την ένοιαζαν τα προνόμια ή τα αμύθητα πλούτη που είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον παιδικό της φίλο που τύγχανε να ήταν κι ο τότε μέλλοντας αυτοκράτορας. Αν κι οι οικογένειες και των δυο τους ήταν χαρούμενες για την ένωση τους εκείνοι δεν ήταν καθόλου καθώς ούτε η Λίνγκζιν αλλά ούτε και ο Ζάο έτρεφαν τέτοιου είδους συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Μπορεί να ήταν καλοί φίλοι αλλά μέχρι εκεί. Οι δυο τους δέχτηκαν να παντρευτούν μόνο και μόνο για να κάνουν ευτυχισμένες τις οικογένειες τους καθώς και να συνεχίσουν την δυναστεία των Γι. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά με ένα αστραφτερό χαμόγελο πρόσταξε τον νεαρό χορευτή να ανέβει στην αυτοκρατορική άμαξα. Ο Φάνκ ακούγοντας την προσταγή της κοίταξε για τελευταία φορά τον Σιχ ο οποίος με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο τον παρότρυνε να υπακούσει την αυτοκράτειρα. Παίρνοντας μια ανάσα ο νεαρός χώθηκε μέσα στην πολυτελέστατη άμαξα της οποίας το εσωτερικό είχε όλες τις ανέσεις ενός σαλονιού αρχόντων.

«Κάθισε αντίκρυ μου» αποκρίθηκε η Λίνγκζιν με την πιο σαγηνευτική χροιά που είχαν ακούσει ποτέ τα αυτιά του, «Πως σε λένε νεαρέ;» τον ρώτησε μόλις εκείνος κάθισε,

«Φανκ! Γιν Φανκ» της απάντησε χωρίς να το σκεφτεί όταν όμως συνειδητοποίησε πως πρόδωσε την πραγματική του ταυτότητα ήταν πλέον αργά,

«Γιν Φανκ;» ρώτησε εκείνη και για λίγο κανείς τους δεν μιλούσε. Φοβούμενος πως τον είχε αναγνωρίσει ήταν έτοιμος να απολογηθεί αλλά για καλή του τύχη ο προκάτοχος του δεν είχε πολλές επαφές με την αυτοκρατορική οικογένεια οπότε η αυτοκράτειρα δεν τον αναγνώρισε, «Φανκ, ο άνδρας των ρόδων τι όμορφο όνομα!» Εκείνος τότε ανακουφισμένος που δεν τον αναγνώρισε πήγε να την ευχαριστήσει για το κομπλιμέντο αλλά η επόμενη φράση της τον άφησε σαστισμένο, «Το όνομα σου είναι ταιριαστό καθώς η ομορφιά του προσώπου σου, αν και καλυμμένο είναι ικανό να κάνει και την πιο δύσκολη κορασίδα να πέσει γονατιστή και να σε ζητήσει σε γάμο. Ευτυχώς που σε βρήκα εγκαίρως αλλιώς πολύ φοβάμαι πως δεν θα έμενες ανύπαντρος για πολύ. Οπότε δεν χρονοτριβώ…» καθώς άρχισε να λέει την τελευταία πρόταση η κοπέλα σηκώθηκε από το άνετο κάθισμα της και τον πλησίασε. Φτάνοντας σε απόσταση μερικών εκατοστών από τον όμορφο νεαρό έφερε το χαριτωμένο λευκό χέρι της στο πιγούνι του κάνοντας τον να την κοιτάξει στα καστανόχρυσα μάτια της. Μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν εκείνος ένοιωσε τον εαυτό του να τρέμει καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα το οποίο επιβεβαιώθηκε από τα επόμενα λόγια της, «Θέλω να γίνεις μέλος του χαρεμιού μου Φανκ»,

«Με όλο τον σεβασμό αυτοκράτειρα μου…» άρχισε να λέει τρομαγμένος καθώς του ερχόταν στο μυαλό ο όρκος που είχε δώσει στην Άννα όταν της είχε κάνει πρόταση γάμου ως Ιάσωνας, πως δεν επρόκειτο να πλάγιαζε με καμιά άλλη γυναίκα εκτός από την άλλη. Τώρα με την πρόταση που του έκανε η συνομιλήτρια του ένοιωθε πως πρόδιδε τον έρωτα της ζωής του, το μόνο πλάσμα που ήθελε να περάσει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μαζί του.

«Δεν στο ζητάω νεαρέ, σε διατάζω να με παντρευτείς! Ο γάμος θα γίνει το συντομότερο δυνατό και με την χλιδή που του αρμόζει. Μάλιστα για να είμαι βέβαιη πως εχθροί του αυτοκράτορα δεν θα σου κάνουν κακό θα διατάξω τον στρατηγό Ζάνγκ να σε προσέχει μέρα νύχτα σαν να ήσουν ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή ο διάδοχος του. Μόλις ετοιμαστεί το γαμπριάτικο σου ρούχο θα στείλω κάποιον έμπιστο να στο φέρει και να σε ειδοποιήσει για την ημερομηνία του γάμου μας» τον διέκοψε καθώς τον κοίταζε με ένα σκοτεινό βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις,

«Μ…μάλιστα!» αποκρίθηκε τρομοκρατημένος συγκρατώντας τα δάκρυα του,

«Ωραία! Α και πριν το ξεχάσω» και με γρήγορες κινήσεις, πριν προλάβει εκείνος να την σταματήσει του έβγαλε το βέλο αποκαλύπτοντας το θεϊκό πρόσωπο του. Αντικρίζοντας το η αυτοκράτειρα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα από το πόσο όμορφος ήταν ο άνδρας που θα της χάριζε την νίκη για το στοίχημα που είχε βάλλει με τον νόμιμο σύζυγο της. Αν και πρόλαβε να το δει μόνο μερικά δευτερόλεπτα πριν ο νεαρός κρύψει το όμορφο πρόσωπο του μέσα στις παλάμες των χεριών του τρομοκρατημένος ήταν αρκετά για να χαραχτεί μόνιμα στο μυαλό της. Πλέον κάνεις άλλος από το χαρέμι της δεν θα πλάγιαζε μαζί της μέχρι να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άνδρα και μάλιστα για να τον δεσμεύσει ολοκληρωτικά σε εκείνη αποφάσισε την νύχτα του γάμου να αποκτήσει το παιδί του. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορέσει να ξεφύγει και να με απαρνηθεί, αναλογίστηκε καθώς κατέβαζε τα χέρια του κάνοντας τον να την ξανακοιτάξει στα μάτια, «Μην φοβάσαι ρόδο μου! Δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό και θα σε προσέχω σαν να ήσουν ένας ελεστράρι! Πήγαινε τώρα όμορφο μου ρόδο θα πω στον στρατηγό Ζάνγκ να σε συνοδεύσει στην κατοικία σου» μόλις είπε αυτά τα λόγια τον πήρε απαλά από το χέρι σαν να ήταν από κρύσταλλο και τον βοήθησε να βγει από την άμαξα. Πριν όμως φρόντισε να ξαναβάλει στην θέση του το βέλο που κάλυπτε το κάτω μέρος του προσώπου του. Μόλις βγήκε η αυτοκράτειρα απευθυνόμενη στον Σιχόνγκ διέταξε,

«Από σήμερα και μέχρι να έρθει η ημέρα του γάμου μου με τον νεαρό από εδώ σε ορίζω υπεύθυνο για την ασφάλεια του! Δεν θέλω να του λείπει ούτε μια τόσο δα μικρή τριχούλα»,

«Μάλιστα υψηλοτάτη» αποκρίθηκε εκείνος υποκλινόμενος. Η Λίνγκζιν τότε ευχαριστημένη από την απάντηση του έκανε νόημα στον αυτοκρατορικό αμαξά να γυρίσουν στο παλάτι. Βλέποντας την άμαξα να απομακρύνεται ο στρατηγός πρότεινε να ξεκινήσουν να πάνε να βρουν τους φίλους του Φανγκ ο οποίος ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα παντρευόταν την αυτοκράτειρα και μάλιστα χωρίς την θέληση του. Από την μια δεν ήθελε να παντρευτεί καμία άλλη εκτός από την Άννα αλλά από την άλλη πρώτον δεν θα ήταν συνετό να κάνει από τόσο νωρίς εχθρούς και ειδικά τόσο ισχυρούς όσο η αυτοκράτειρα και δεύτερον η Άννα πλέον ανήκει στο παρελθόν. Όσο και να μην θέλει να το παραδεχτεί τα γεγονότα δεν τον άφηναν να μην το παραδεχτεί. Έτσι με βαριά καρδιά αποδέχτηκε την σκληρή πραγματικότητα πως από σήμερα ήταν λογοδοσμένος με την αυτοκράτειρα Ντάι. Αυτό όμως που τον βασάνιζε πιο πολύ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν πως θα έλεγε τα καθέκαστα στους υπόλοιπους, Άραγε πώς θα πάρουν τον γάμο μου με την αυτοκράτειρα; Αναλογίστηκε καθώς προχωρούσαν βαθιά στην αγορά για να βρουν τους υπόλοιπους. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν συνειδητοποίησε πως κάποιες κουκουλοφόρες μορφές τους παρακολουθούσαν. Ο Σιχόνγκ όμως εξαιτίας της αναπτυγμένης του ακοής λόγο της εκπαίδευσης του στο Νταόσμ εντόπισε τις εχθρικές παρουσίες οι οποίες ήταν διασκορπισμένες μέσα στο πλήθος και τους παρακολουθούσαν. Κατάφερε να μετρήσει τουλάχιστον τέσσερις σκοτεινές αύρες κάνοντας τα μάτια του να γουρλώσουν καθώς ευθύς συνειδητοποίησε πως δεν επρόκειτο για κατασκόπους Κελκάρ αλλά για δαίμονες. Αμέσως με το χέρι πάνω στην λαβή του πιστού του σπαθιού έτοιμος να το βγάλει από στιγμή σε στιγμή από το χρυσοστόλιστο θηκάρι του παρότρυνε τον Φάνκ να κάνουν γρήγορα. Εκείνος τότε καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά ρώτησε ψιθυριστά για να τον ακούσει μονάχα ο στρατηγός,

«Συμβαίνει κάτι;»,

«Έχουμε παρέα! Είναι τουλάχιστον τέσσερις δαίμονες διασκορπισμένοι στο πλήθος και έρχονται προς το μέρος μας. Ήμαστε περικυκλωμένοι! Να είσαι κοντά μου! Μην απομακρυνθείς ούτε ένα λεπτό» αποκρίθηκε ο Σιχόνγκ στον ίδιο τόνο. Τα λόγια του έκαναν τον Φάνκ να τρομάξει αλλά ευτυχώς από κίνδυνο μήπως και τους καταλάβουν οι δαίμονες κατάφερε να μην το δείξει, Να που και σε κάτι χρησίμευσαν τα μαθήματα υποκριτικής που κάναμε ως μάθημα επιλογής στο λύκειο, αναλογίστηκε ο νεαρός καθώς περπατούσε φαινομενικά ήρεμος. Δεν πέρασαν παραπάνω από δύο λεπτά και μπροστά τους εμφανίστηκε μια κουκουλοφόρα μορφή η οποία τους έκλεινε τον δρόμο την ίδια ώρα οι υπόλοιπες τρείς φιγούρες πήραν την θέση τους αριστερά, δεξιά και πίσω τους εμποδίζοντας τους να φύγουν.

«Μπα; Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε χαιρέκακα πρώτη φιγούρα η οποία υπέθεσαν λόγο της φωνής της πως ήταν γυναίκα, «Δεν πίστευα πως σήμερα θα ήταν η τυχερή μας ημέρα αλλά φαίνεται πως πετύχαμε αδέλφια έναν ελεστράρι και μάλιστα τόσο αγνό» πρόσθεσε η άγνωστη γυναίκα στις υπόλοιπες τρεις φιγούρες οι οποίες γέλασαν με το σχόλιο της.

«Πάνω από το πτώμα μου θα αφήσω να αγγίξετε με τα βρομόχερα σας τον εραστή της αυτοκράτειρας» γρύλισε ο Σιχόνγκ βγάζοντας από την θήκη του ταυτόχρονα το πιστό σπαθί του το οποίο κροτάλισε ευχαριστημένο που επιτέλους θα γευόταν αίμα δαιμόνων. Την ίδια ώρα οι τέσσερις δαίμονες πέταξαν τον μαύρο μανδύα με τις κουκούλες φανερώνοντας τα χαρακτηριστικά τους, και οι τέσσερις είχαν αυτιά και πέντε ουρές αλεπούς. Νιτσούνε; Αναρωτήθηκε έκπληκτος ο Φάνκ καθώς αναγνώρισε το συγκεκριμένο είδος δαίμονα από την ιαπωνική μυθολογία. Σύμφωνα με τους θρύλους οι Νιτσούνε ήταν για τους Ιάπωνες ότι ήταν οι Σούκουμπους και οι Ίνκουμπους για τους χριστιανούς, δαίμονες οι οποίοι τρέφονταν με την ενέργεια του θύματος τους μέσω της σωματικής επαφής.

«Ω; Ένας χορευτής γνωρίζει την φυλή μου ω νιώθω τόσο ευτυχισμένη!» αποκρίθηκε η δαίμονας με τα καφέ μακριά μαλλιά τα οποία ταίριαζαν με τα αυτιά και τις ουρές τις την ώρα που τα γαλαζοπράσινα αμυγδαλωτά μάτια της άρχισαν να τον επεξεργάζονται από πάνω μέχρι κάτω όλο λαγνεία. Ήταν τόσο πρόστυχη η ματιά της που ο Φανκ αισθανόταν σαν να στέκονταν μπροστά της γυμνός. Τρέμοντας και μόνο στην ιδέα προσπάθησε να εμποδίσει την ματιά της από το να κρυφτεί πίσω από τον στρατηγό ο οποίος της έριχνε μια ματιά που έσταζε αίμα. Δυστυχώς όμως στην προσπάθεια του αυτή του λύθηκε το βέλο αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του. Προσπάθησε να το ξαναφορέσει γρήγορα αλλά ήταν πλέον αργά οι δαίμονες που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του είχαν αντικρίσει το όμορφο πρόσωπο του. Κυριευμένοι από την λαγνεία με την οποία είχαν γεννηθεί οι δυο τους έκαναν νόημα στον δαίμονα που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του. Καταλαβαίνοντας τι ήθελαν να κάνουν τα δύο μικρότερα αδέλφια του χαμογέλασε στραβά πριν ορμήσει μαζί τους επάνω στον Φανκ. Την ίδια ώρα η αρχηγός τους επιτέθηκε στον Σιχ προσπαθώντας να του αποσπάσει την προσοχή από τις κινήσεις των αδελφών της. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που ο νεαρός δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε στο έδαφος με τρεις δαίμονες από πάνω του. Ο δαίμονας με τα μαύρα και κόκκινα μακριά μαλλιά αποκρίθηκε στους άλλους δύο,

«Ραν κράτα του τα χέρια και εσύ Ζε Ζε σκίστου τα ρούχα όσο εγώ του κρατάω τα πόδια»,

«Μάλιστα Κάι» αποκρίθηκαν και οι δύο με μια φωνή καθώς κίνησαν να εκτελέσουν τις οδηγίες του. Ο Φανκ προσπάθησε να αντισταθεί με όλο του το μένος αλλά ο λευκομάλλης δαίμονας που άκουγε στο όνομα Ραν τον κοίταξε στα μάτια καθώς χρησιμοποιούσε την ιδιότητα της φυλής του για να τον ηρεμήσει, την Σαγήνη. Ο νεαρός άρχοντας αντικρίζοντας τα διαφορετικού χρώματος μάτια του, ένα κίτρινο και ένα γαλάζιο τα οποία έλαμπαν ρυθμικά ένιωσε να χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας. Πλέον δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από το σαγηνευτικό πρόσωπο του λευκού δαίμονα, όλοι οι ήχοι γύρω του είχαν καταπνιγεί από την υπέροχη σαγηνευτική φωνή του όμορφου πλάσματος το οποίο τον παρότρυνε να αδειάσει το μυαλό του και να αφεθεί στην απαγορευμένη απόλαυση που θα του πρόσφερε εκείνος και τα αδέλφια του. Αμέσως υπάκουσε! Δεν τον ένοιαζε πλέον τίποτα παρά μόνο να ακούει ξανά και ξανά αυτή τη μαγευτική φωνή. Ευτυχώς όμως για εκείνον εκείνη την στιγμή κατέφτασε η αδελφή του με τον Μεϊμάρ και επιτέθηκαν με λύσσα στον δαίμονα που κράταγε τα πόδια του και σε εκείνον που ήταν έτοιμος να του σκίσει τα ρούχα. Η μάχη ήταν τόσο τρομερή που οι περαστικοί και οι έμποροι έτρεξαν τρομαγμένοι μακριά από την αγορά παρατώντας τους πάγκους με όλο το εμπόρευμα εκεί. Κάποιοι πιο ψύχραιμοι έτρεξαν να φέρουν τους τοπικούς φρουρούς που άνηκαν στο μαγικό μονοπάτι του Νταόσμ. Την ώρα που επικρατούσε όλος αυτός ο πανικός συνέβη κάτι απίστευτο ο Ραν ένιωσε ξαφνικά πως η Σαγήνη του έβγαινε εκτός ελέγχου και δεν μπορούσε να την ελέγξει, η δύναμη της δεκαπλασιάστηκε και οι ιδιότητες της αντιστράφηκαν καθώς πλέον ο δαίμονας με το κόκκινο τατουάζ στο κίτρινο μάτι του είχε αυτοϋπνωτιστεί. Τότε στο μυαλό του άρχισε να ακούει μια άγνωστη φωνή να τον παροτρύνει να φιλήσει το θύμα του στα χείλη το οποίο ήταν απαγορευμένη πράξη στον λαό του καθώς με το φιλί οι αρσενικοί Νιτσούνε δεσμεύουν την ψυχή και την βούληση τους με το ταίρι τους. Εκείνος τότε προσπάθησε να αντισταθεί αλλά αντικρίζοντας τον Φανκ έχασε κάθε βούληση να λύσει τα μάγια που για κάποιο λόγο ο ίδιος είχε προκαλέσει στον εαυτό του. Άρχισε τότε μαγεμένος να πλησιάζει το πρόσωπο του νεαρού χορευτή. Τα αδέλφια του νιώθοντας πως ο δεσμός που μοιράζονταν μαζί του έσπασε γύρισαν έντρομα προς την μεριά του. Βλέποντας τον να είναι έτοιμος να διαπράξει την απαγορευμένη πράξη έτρεξαν και οι τρεις κοντά του για να τον σταματήσουν αλλά ήταν πλέον αργά. Μόλις τα χείλη του άγγιξαν τα απαλά του παρολίγον θύματος τους τα αυτιά και οι ουρές του έγιναν στάχτη και εξανεμίστηκαν στον αέρα που σηκώθηκε ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, οι μαγικές του δυνάμεις δεσμεύτηκαν και τα μάτια του τα οποία έκλειναν από μια πρωτόγνωρη για εκείνον ηδονή έχασαν την λάμψη τους. Η μικρή τους αδελφή βλέποντας πως πλέον δεν μπορούσαν να σώσουν τον μεγάλο τους αδελφό τους διέταξε να φύγουν.

«Και θα τον αφήσουμε στα χέρια τους;» αποκρίθηκε ο Κάι ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει πίσω τον αδελφό τους,

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή! Αν η φύλαρχος τον δει θα τον σκοτώσει την ίδια ακριβώς στιγμή! Είναι λοιπόν καλύτερο να τον θεωρήσουμε νεκρό και να φύγουμε μακριά από εδώ για να μην πάθουμε τα ίδια! Ο συγκεκριμένος ελεστράρι έχει ξυπνήσει την μαγική του δύναμη» και με αυτά τα λόγια οι τρεις εναπομείναντες δαίμονες εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα παραπέτασμα καπνού. Την ίδια ώρα ο στρατηγός και οι δύο νεοφερμένοι ξύπνησαν από την σαστιμάρα τους και έτρεξαν να απομακρύνουν τον πρώην δαίμονα από πάνω από τον Φανκ ο οποίος εκείνη ακριβώς την στιγμή άρχισε να συνέρχεται από τα μάγια του Ραν. Δεν πρόλαβαν να κάνουν παρά μερικά βήματα όταν ο δαίμονας έχασε τις αισθήσεις.

«Τι έγινε μόλις τώρα;» Τους ρώτησε σαστισμένος καθώς σηκωνόταν ευθύς πάνω με ένα έντρομο βλέμμα παρατηρώντας τον αναίσθητο άνδρα. Εκείνος που του απάντησε ήταν ο Σιχόνγκ,

«Για κάποιο λόγο ο δαίμονας εξελίχθηκε σε έναν νεαρό Σακούρ ο οποίος από ότι είδα πριν χάσει τις αισθήσεις του τα μάτια του μετατράπηκαν σαν της γάτας. Μπορεί τώρα να εκπαιδευτεί στο μαγικό μονοπάτι Νταόσμ» αποκρίθηκε καθώς πλησίαζε τον Φανκ και τον αναίσθητο Ραν. Μόλις έφτασε πάνω του έσκυψε και τον πήρε στα χέρια του σαν νεόνυμφη νύφη. Την ίδια ώρα ο Τσιν μαζί με το αμενόρι τους πλησίασε ανήσυχος. Βλέποντας τον αφέντη του προβληματισμένο έβαλε με τον νου του τα χειρότερα και τρομαγμένος έδωσε τα γκέμια του αμενορίου στον Μεϊμαρ και έτρεξε αμέσως κοντά του. Ο νεαρός βλέποντας τον άνοιξε το στόμα του αλλά πριν αρθρώσει λέξη ο υπηρέτης σαν μαμά πάπια άρχισε να τον περιεργάζεται καθώς μονολογούσε,

«Και είχα κακό προαίσθημα όταν είδα τον στρατηγό Ζανγκ να σας ζητάει! Γιατί σας άφησα να πάτε μόνος σας; Αν σας συνέβαινε κάτι δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου»,

«Τσιν είμαι καλά μην ανησυχείς!» αποκρίθηκε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Αλλά αντ’αυτού είδε έκπληκτος τον πιστό υπηρέτη του να κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά σαν ερωτοχτυπημένο κοριτσόπουλο, «Τσιν…»,

«Α κοιτάξτε πως πέρασε η ώρα! Πρέπει να επιστρέψουμε πριν αναρωτηθούν που ήσαστε. Ευτυχώς πρόλαβα να αγοράσω αρκετά κεριά με άρωμα ιριδίζουσας ζέρμπερας» τον διέκοψε γυρνώντας γρήγορα πλάτη. Γεμάτος περιέργεια ο Φάνκ αποκρίθηκε,

«Έχεις δίκιο πρέπει να επιστρέψουμε πριν αντιληφθεί ο Λούογιαγκ πως λείπουμε και μπει σε υποψίες» έτσι μαζί με τον στρατηγό που κρατούσε τον αναίσθητο πρώην δαίμονα επέστρεψαν στην κατοικία των Φάνκ. Όταν είδε ο Σιχόνγκ που έφτασαν ρώτησε γεμάτος περιέργεια,

«Δουλεύεις για τον άρχοντα Γιν Φάνκ; Έχω ακούσει πως είναι ένας τρελός που αρέσκεται να σκοτώνει και να πίνει το αίμα των θυμάτων του για να παραμείνει νέος» Για κακή του τύχη τα λόγια αυτά τα άκουσε ο Τσιν ο οποίος έξαλλος απάντησε,

«Πως τολμάς να λες τέτοια λόγια μπροστά στον άρχοντα;»,

«Έε;» απέμεινε να τον κοιτάζει σαν ηλίθιος, «Τι είναι αυτά που λες;» πρόσθεσε σαστισμένος,

«Νομίζω στρατηγέ μου πως έχει γίνει μια μεγάλη παρεξήγηση! Ο χορευτής είναι ο αδελφός μου ο οποίος για λόγους ασφάλειας πήγε ινκόγκνιτο στην αγορά» αποκρίθηκε η Ξιάνκ χαμογελώντας αχνά. Ακούγοντας τα λόγια της ο Σιχόνγκ γύρισε προς τον Φάνκ σαν κεραυνοβολημένος.

«Αλήθεια λέει» αποκρίθηκε ο νεαρός άρχοντας καθώς έβγαζε το βέλο του προχωρώντας προς την είσοδο της κατοικίας των αδελφών Φανκ αφήνοντας τον σύξυλο. Εκείνη την ώρα ο Ραν έβγαλε ένα βογκητό καθώς άρχισε να συνέρχεται αμέσως με την βοήθεια του ακόμα θυμωμένου Τσιν τον πήγε να ξαπλώσει σε ένα από τα πολλά δωμάτια του κτηρίου στα οποία φιλοξενούνταν συνήθως οι επισκέπτες της οικογένειας. Αφήνοντας τον λοιπόν με τον υπηρέτη ο Σιχόνγκ πήγε και βρήκε τον Φανκ ο οποίος μόλις εκείνη την ώρα είχε αλλάξει σε ένα μακρύ κόκκινο κιμονό για άνδρες με πολύ μακριά και φαρδιά μανίκια τα οποία ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι που είχε σηκωθεί δροσίζοντας από το καταμεσήμερο. Το ρούχο ήταν διακοσμημένα με χρυσά μεταλλικά σχέδια τα οποία έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Στο χέρι του κρατούσε μια μαύρη βεντάλια σαν από μετάξι με χρυσές λεπτομέρειες και η οποία είχε μυτερές κορυφές κάνοντας της ένα κρυφό όπλο ενάντια όσων τολμούσαν να βλάψουν τον κάτοχο της. Όταν είδε το όπλο στα χέρια του ο στρατηγός γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του,

«Δεν το πιστεύω πως η οικογένεια Φανκ έχει στην κατοχή της ένα από τα έξι θρυλικά όπλα των Ουράνιων δράκων» αποκρίθηκε θαμπωμένος στην θέα αυτού του θρυλικού τεχνουργήματος,

«Θρυλικά όπλα;»,

«Μην μου πεις πως ο πατέρας σου δεν σου είπε τίποτα για αυτά;» την ίδια ώρα που τον ρώταγε αυτό ο Φανκ κατακλείστηκε από ένα όραμα. Σ        ε αυτό είδε έναν πολύ όμορφο άνδρα με μακριά καστανά μαλλιά τα οποία κάλυπταν σαν πέπλο την μέση του. Τα καστανά του μάτια που η κόρη τους ήταν σαν της γάτας ήταν καρφωμένα σε ένα μικρό αγοράκι το οποίο ήταν δεν ήταν πέντε χρονών και το οποίο κρατούσε με την βοήθεια του συγκεκριμένου άνδρα την βεντάλια που είχε στην κατοχή της η οικογένεια Γιν. Αμέσως ο Φανκ υπέθεσε πως το αγοράκι ήταν ο πραγματικός Γιν Φανκ σε μικρή ηλικία. Άρα ο όμορφος άνδρας είναι ο προηγούμενος πατριάρχης της οικογένειας; Αναρωτήθηκε καθώς αφουγκραζόταν για να ακούσει τι έλεγαν,

«Ουάου! Αδελφέ με αυτό πολεμάς τα τέρατα Κελκάρ;» αποκρίθηκε ο μικρός Φανκ κάνοντας τον να σαστίσει, Αδελφός; Η Ξιάνκ ποτέ δεν μου είπε πως στην οικογένεια υπήρχε και άλλος γιός. Άραγε γιατί! Όση ώρα αναρωτιόταν γιατί όλοι έκαναν πως δεν υπήρχε ποτέ μεγαλύτερος διάδοχος ο άνδρας γελώντας καλοδιάθετα με τα αθώα λόγια του μικρού αποκρίθηκε,

«Ναι, μικρό μου ρόδο αλλά δεν είναι όλοι οι Κελκάρ τέρατα»,

«Δεν είναι; Μα ο μπαμπάς λέει πως είναι δύσμορφοι και αρέσκονται να αρπάζουν τα παιδιά των Σακούρ και να τα τρώνε» αποκρίθηκε λιγάκι φοβισμένα,

«Αυτό σου είπε;»,

«Ναι!»,

«Χμ! Μήπως σου τα είπε αυτά για να μην βγαίνεις κρυφά τα βράδια από την οικία μας και παίρνεις τους δρόμους;» τον ρώτησε χαμογελώντας πονηρά,

«Μόνο μια φορά έγινε»,

«Φανκ!»,

«Καλά ήταν περισσότερες αλλά το έκανα για να έρθω να σε δω» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του,

«Αχ Φανκ! Ο χώρος εκπαίδευσης του στρατού δεν είναι μέρος για μικρά παιδιά και ειδικά το βράδυ! Τι θα συνέβαινε αν πάθαινες κάτι;» αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο άγνωστος μα ταυτόχρονα τόσο οικείος άνδρας,

«Δεν φοβάμαι γιατί ξέρω ότι θα με προστατεύεις πάντα άλλωστε δεν θα έχανα με τίποτα την εκπαίδευση σου καθώς όποτε σε βλέπω να χειρίζεσαι αυτή τη μαγική βεντάλια είναι σαν να χορεύεις στον ουρανό. Είσαι τόσο υπέροχος και όποτε οι φίλοι μου και εγώ συζητάμε για τα κατορθώματα σου εγώ φουσκώνω το στέρνο μου από υπερηφάνεια που σε έχω μεγάλο αδελφό»

«Ω νιώθω κολακευμένος που ο άρχοντας Φανκ με έχει σε τόσο μεγάλη υπόληψη» αποκρίθηκε αγγίζοντας παιχνιδιάρικα την καρδιά του,

«Είσαι και εσύ άρχοντας» του θύμισε ο μικρός,

«Το ξέρω αλλά προτιμώ να είμαι ελεύθερος σαν τον πρόγονο μας που έφτιαξε την συγκεκριμένη βεντάλια. Ξέρεις πως είναι ένα από τα έξι θρυλικά όπλα των Ουράνιων Δράκων;»,

«Θρυλικό όπλο; Ουράνιοι δράκοι; Εννοείς πως εμείς προερχόμαστε από τους Ουράνιους δράκους;» αποκρίθηκε με γουρλωμένα μάτια ο μικρός,

«Ναι! Σύμφωνα με τον θρύλο εκτός από το πάνθεον των Ουράνιων δράκων υπήρχαν κι άλλοι δράκοι οι οποίοι ήταν υπήκοοι του Σεν Ζιάγκ, του θεού της μοίρας και της οικογένειας του. Ουσιαστικά όλοι οι Ουράνιοι δράκοι άνηκαν στην φυλή ελεστράρι. Μια φυλή από την οποία λέγεται πως ανήκουν όλοι οι θεοί των φυλών που υπάρχουν πάνω στον Υιαβάρ»,

«Δηλαδή για αυτούς το πάνθεον ήταν η αυτοκρατορική οικογένεια;» ρώτησε ο μικρός γεμάτος περιέργεια,

«Κάτι τέτοιο»,

«Τότε γιατί όλες οι φυλές έχουν διαφορετικούς θεούς;»,

«Επειδή το καθήκον των τεσσάρων μεγάλων οίκων των ελεστράρι είναι να προστατεύουν τους κατοίκους του Υιαβάρ» αποκρίθηκε καθώς χάιδευε απαλά το κεφαλάκι του μικρού,

«Τέσσερις οίκοι;»,

«Μμ, οι τέσσερις οίκοι είναι η βασιλική οικογένεια των ελεστράρι, οι δύο έμπιστοι στρατηγοί του Σεν Ζιάγκ, ο αρχιερέας των ελεστράρι και ο προδότης»,

«Ωω! Εμάς μας προστατεύει δηλαδή το Πάνθεον των Ουράνιων δράκων;»,

«Ναι, τους Κελκάρ προστατεύουν οι δύο έμπιστοι στρατηγοί του θεού της μοίρας, η λευκή άγγελος Σιλάντε και ο μαύρος άγγελος Λούνο. Τα ξωτικά τα προστατεύει ο αρχιερέας Νέλουα ενώ τους δαίμονες ο προδότης Ρα, πατέρας των τριών φυλάρχων των δαιμόνων»,

«Κατάλαβα αλλά δεν μου είπες ακόμα την ιστορία των θρυλικών όπλων σαν την συγκεκριμένη βεντάλια»,

«Έχεις δίκιο μικρό μου ρόδο όμως είναι μεγάλη ιστορία και δεν ξέρω αν θα προλάβω να σου την πω όλη» αποκρίθηκε κοιτάζοντας τον μικρό Φανκ με αγάπη,

«Τότε πες μου για αρχή τα ονόματα τους και την ιστορία της συγκεκριμένης βεντάλιας και άλλη φορά μου λες των υπόλοιπων. Με αυτόν τον τρόπο θα έχεις δικαιολογία να έρχεσαι να με βλέπεις πιο συχνά» πρότεινε αποφασισμένα,

«Βλέπω μικρέ τα έχεις σκεφτεί όλα» αποκρίθηκε ο Λαν γελώντας με την εξυπνάδα του αδελφού του,

«Μμ! Αλλά τώρα έλα πες μου γρήγορα τα συμφωνημένα πριν έρθει η μαμά και αναγκαστείς να φύγεις»,

«Εντάξει, εντάξει! Λοιπόν εκτός από την βεντάλια Λούμινους υπάρχουν το σπαθί των Ουράνιων δράκων, το μαστίγιο Σολ, το ζένγκ της Αρμονίας, το φλάουτο της αγνότητας και η βελόνα Λότους. Σύμφωνα με τον οικογενειακό θρύλο ο πρόγονος της οικογένειας μας ο δράκος Γιν Άι για να προστατέψει την έγκυο Σακούρ γυναίκα του από τους δαίμονες έφτιαξε με την βοήθεια του σύμπαντος την συγκεκριμένη βεντάλια η οποία είχε την ιδιότητα να απορροφά την ψυχή του αντιπάλου. Όπως λοιπόν βλέπεις μικρό μου ρόδο το όπλο αυτό αν και μοιάζει με κοινή βεντάλια στην πραγματικότητα είναι ένα πάρα πολύ επικίνδυνο αντικείμενο το οποίο μπορεί να διαταράξει την ισορροπία του σύμπαντος. Για αυτό μόνο οι πιο δυνατοί και εκπαιδευμένοι άντρες της οικογένειας μας που ακολουθούν το μονοπάτι του Νταόσμ μπορούν να το ελέγξουν…»,

«Τι θα γίνει αν κάποιος από την οικογένεια μας που δεν έχει γεννηθεί με μάτια γάτας το αγγίξει;» ρώτησε γεμάτος απορία ο Φανκ προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψει τον τρόμο του,

«Μην ανησυχείς μικρέ! Σε αυτή τη περίπτωση ο Λούμινους χάνει την δύναμη του και συμπεριφέρεται σαν μια κοινή βεντάλια» αποκρίθηκε ο Λαν βάζοντας τα γέλια με την αντίδραση του αδελφού του ο οποίος ακούγοντας τα καθησυχαστικά λόγια του ηρέμησε και για ανέβει ξανά στα μάτια του αδελφού αποκρίθηκε παιδιάστικα,

«Ουφ ευτυχώς… όχι πως φοβήθηκα καθόλου! Μόνο τα μωρά φοβούνται»,

«Και εσύ μωρό είσαι» τον πείραξε,

«Δεν είμαι μωρό είμαι πέντε χρονών κοτσάμ άντρας» αποκρίθηκε πειραγμένα,

«Χε χε ότι πείτε υψηλότατε!»,

«Νομίζω πως τώρα με ειρωνεύεσαι»,

«Εγώ να σε ειρωνεύομαι; Μπα η ιδέα σου θα ήταν» αποκρίθηκε δήθεν αθώα. Ο μικρός θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να τον κατσαδιάσει αλλά εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο μια μεσήλικη έγκυο γυναίκα που φορούσε πράσινα αρχοντικά αρχαία κινέζικα ρούχα και που στην αγκαλιά της κρατούσε μια μικρή λευκή αλεπού ή τουλάχιστον κάτι που έμοιαζε πάρα πολύ με αλεπού καθώς είχε τρία μάτια αντί για δύο. Τα μακριά καστανά μαλλιά της που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν ήταν διακοσμημένα με μια περίτεχνα κατασκευασμένη ασημένια χτένα για τα μαλλιά η οποία κατέληγε σε μια πράσινη κορδέλα. Η χτένα ταίριαζε με τους ασημένιους απαστράπτοντες κρίκους που φορούσε στα αυτιά της. Τα καστανά της μάτια κοίταγαν με αγάπη την εικόνα μπροστά της και ένα χαμόγελο διαγράφτηκε από τα κατακόκκινα χείλη της. Εκτός από το γκριζάρισμα στα μαλλιά της τίποτα άλλο δεν προσέδιδε την κανονική της ηλικία καθώς το πρόσωπο της ήταν αψεγάδιαστο και το όμορφο αλαβάστρινο δέρμα της ευωδίαζε από το όμορφο άρωμα του. Αμέσως ο ενήλικας Φανκ κατάλαβε πως πρόκειται για την μητέρα του προηγούμενου ενοίκου του συγκεκριμένου σώματος. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την υπόθεση του και αμέσως ο μικρός Φανκ έτρεξε χαρούμενα κοντά της φωνάζοντας την μαμά.

«Χε χε! Τι κάνουν τα μικρά μου λουλουδάκια; Τα λέτε;» αποκρίθηκε εκείνη βάζοντας τα γέλια,

«Ναι! Ο Λαν μου έλεγε την ιστορία του θρυλικού όπλου της οικογένειας μας»,

«Α μάλιστα! Λοιπόν τώρα πρέπει να πεις αντίο στον αδελφό σου γιατί πρέπει να γυρίσει και εκείνος στα καθήκοντα του» Ακούγοντας τα λόγια της μητέρας του το πρόσωπο του μικρού συννέφιασε,

«Δεν μπορεί να μείνει λίγο ακόμα;» ρώτησε παραπονιάρικα,

«Δυστυχώς όχι τριανταφυλλάκι μου! Ο αδελφός σου πρέπει να επιστρέψει στον στρατό για να μπορείς εσύ και η αγέννητη αδελφούλα σου να κοιμάστε ήσυχα τα βράδια» τον καθησύχασε η μητέρα του καθώς έδινε στον μικρό την αλεπού για να του φτιάξει το κέφι,

«Πως ξέρεις μαμά πως θα είναι κοριτσάκι; Εγώ δεν θέλω να είναι κοριτσάκι αλλά αγοράκι»,

«Γιατί αυτό;» αποκρίθηκε ο Λαν βάζοντας τα γέλια καθώς τους πλησίαζε,

«Επειδή τα κορίτσια είναι χαζά» απάντησε ευθύς αμέσως,

«Χε χε! Και εγώ κοριτσάκι είμαι! Τι σημαίνει αυτό; Πως είμαι χαζή;» ρώτησε η μητέρα τους πειράζοντας τον,

«Μαμά εσύ δεν είσαι κορίτσι αλλά γυναίκα! Ο μπαμπάς λέει πως είναι διαφορετικά τα κορίτσια από τις γυναίκες και πως θα καταλάβω την διαφορά όταν μεγαλώσω» και σαν να σκέφτηκε κάτι ρώτησε γεμάτος περιέργεια την μητέρα του και τον μεγάλο αδελφό του, «Μαμά τι είναι σεξ;»


Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Παράρτημα 3 για τον "Άνδρα των Ρόδων"

Σύστημα μαγείας των Σακούρ:

Νταόσμ= Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας τον ακολουθούν όσοι έχουν γεννηθεί με μάτια γάτας και με μια νταοϊστική καρδιά όπου εκεί συσσωρεύεται μια χρυσή ενέργεια που ονομάζεται ντάο. Με την κατάλληλη εκπαίδευση μπορούν να διοχετεύσουν το ντάο σε ένα μαγικό όπλο, κυρίως σπαθί που έχει φτιαχτεί ειδικά για τον καθένα από αυτούς. Έπειτα από αρκετά χρόνια εκπαίδευσης μπορούν να φτάσουν στο σημείο να ελέγχουν το μαγικό τους όπλο νοητά κάνοντας το να αιωρείται και να έχει δική του βούληση καθώς τα μαγικά όπλα που έχουν εμποτιστεί για αρκετούς αιώνες με ντάο μπορούν να δημιουργήσουν μια μορφή σαν φάντασμα με νόηση και αισθήματα ώστε να προστατεύουν καλύτερα τον κάτοχο τους. Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας πιστεύεται πως ιδρύθηκε από τον θεό Ζεν Λαν.

Γιν/Γιανκ= Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας το ακολουθούν όσοι έχουν γεννηθεί με ροζ πέταλα δράκου που είναι μαλακά σαν άνθη κερασιάς. Αντί για νταοϊστική καρδιά έχουν δύο μικρότερους θύλακες, τον γιν και τον γιανκ όπου εκεί συσσωρεύεται μια λεύκη και μια μαύρη ενέργεια αντίστοιχα. Αν τα άτομα εκπαιδευτούν σωστά μπορούν να χρησιμοποιήσουν το γιν για να ελέγξουν άγρια ζώα και φυτά για να επιτεθούν σε κάποιον εχθρό ή να τους βοηθήσουν και το γιάνγκ για να ξυπνήσουν τους νεκρούς και τα πνεύματα για να κάνουν το θέλημα τους. Οι πιο δυνατοί μάγοι του συγκεκριμένου μονοπατιού μπορούν να χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα και τα δύο είδη ενέργειας τους για να αναστήσουν έναν νεκρό που έχει αγνή καρδιά. Σε όλη τους όμως την ζωή μπορούν να αναστήσουν μόνο ένα άτομο καθώς έπειτα από την ανάμειξη των ενεργειών τους οι θύλακες του γιν και του γιανκ ενώνονται δημιουργώντας την δαιμονική καρδιά που είναι ασταθής. Στην καλύτερη περίπτωση το άτομο παθαίνει κρίσεις συσσωρευμένης ενέργειας που απελευθερώνεται ανεξέλεγκτα από το σώμα του. Στην χειρότερη μπορεί ακόμα και να πεθάνει καθώς η δαιμονική καρδιά καταστρέφεται σκοτώνοντας τον μάγο. Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας ιδρύθηκε από την περίεργη θεότητα δράκος Λιν Χουάν.

Το Μονοπάτι του Τραγουδιού= Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας το ακολουθούν όσοι έχουν γεννηθεί με κέρατα κινέζικου δράκου. Τα άτομα αυτά έχουν μέσα τους την Μελωδία, ένα είδος ροζ ενέργειας που αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να δώσει μαγικές ιδιότητες σε ένα μουσικό όργανο. Οι μαθητευόμενοι του μονοπατιού αυτού μπορούν να χρησιμοποιήσουν μόνο μια μελωδία, «Το τραγούδι του ποταμού» η οποία μπορεί να θεραπεύσει τους ίδιους και όσους βρίσκονται σε ακτίνα μισού μέτρου. Οι πιο εκπαιδευμένοι γνωρίζουν αρκετές μαγικές μελωδίες οι οποίες χρειάζονται περισσότερη ενέργεια. Για να μπορέσουν να αποκτήσουν την απαραίτητη ενέργεια δεσμεύονται με ένα μαγικό μουσικό όργανο το οποίο κατασκευάζεται ειδικά για τον καθένα τους ξεχωριστά καθώς δεσμεύεται με την μοναδική ενέργεια που έχει ο καθένας. Λέγεται ότι τα μουσικά όργανα των ποιο δυνατών μάγων του συγκεκριμένου μονοπατιού έχουν δικιά τους βούληση και παίζουν μόνα τους την μελωδία που χρειάζεται ο χρήστης τους αρκεί να σκεφτεί ή να πει τον τίτλο της. Τα μαγικά όργανα που χρησιμοποιούνται είναι τα φλάουτα, τα έρχου, τα κουδούνια, τα γκογκ και τα γκίτζιν που είναι ένα μουσικό όργανο που μοιάζει με την κινέζικη μορφή του σαντουριού. Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας ιδρύθηκε από την θεά Ντουάν Λιν.

Μοντέα= Το συγκεκριμένο μονοπάτι μαγείας το ακολουθούν όσοι έχουν γεννηθεί και με τα τρία χαρακτηριστικά μαγείας. Εκπαιδεύονται για να γίνουν οι ιερείς των Σακούρ ενώ οι πέντε πιο δυνατοί ιερείς συντάσσουν τους Φύλακες του Ουράνιου Δράκου. Οι αρχιερείς είναι οι μόνοι που δεν μπορούν να χρησιμοποιούν ασύστολα την ενέργεια που βρίσκεται στην Ουράνια καρδιά τους πάνω από δύο φορές την ημέρα για να προβλέπουν την μοίρα των πιστών καθώς είναι τόσο δυνατοί που κινδυνεύει να διαταραχθεί η ισορροπία του σύμπαντος. Αν κάποιος αρχιερέας κάνει το λάθος και χρησιμοποιήσει πάρα πάνω από δύο φορές την ενέργεια της Ουράνιας καρδιάς του τότε για να επέλθει ξανά η ισορροπία τυφλώνεται για μια εβδομάδα. Το συγκεκριμένο μονοπάτι ιδρύθηκε από τον θεό Σεν Ζιάνγκ.

©07/08/2022

Παράρτημα 2 για τον "Άνδρα των Ρόδων"

 Μαγικά πλάσματα και φυτά που συναντά ο αναγνώστης:

Ιριδίζουσα ζέρμπερα= Ένα μαγικό φυτό που μοιάζει με ένα τριαντάφυλλο που είναι κατασκευασμένο από κρύσταλλο καθώς αντανακλά όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί να θεραπεύσει από τις ποιο βαριές αρρώστιες καθώς και να καθαρίσει τον οργανισμό από τις παρενέργειες των ναρκωτικών.

Κόρνους λαμχάρους= Πρόκειται για ένα δέντρο στο μέγεθος θάμνου το οποίο βγάζει κίτρινούς καρπούς που μοιάζουν με βατόμουρα και μικρά μοβ άνθη που μοιάζουν με εκείνων της μηλιάς. Τα άνθη του πολλές φορές χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αρωμάτων, αρωματικών στικς και κεριών λόγο του ευωδιαστού αρώματος τους. Οι καρποί του είναι βρώσιμοι και έχουν μια γλυκιά γεύση σαν της φράουλας.

Άισντελ= Ένα είδος πουλερικού το οποίο μοιάζει με κοτόπουλο αλλά έχει δύο κεφάλια, τέσσερα πόδια και μεγάλα φτερά ώστε να μπορεί να πετάει αρκετά ψηλά.

Λουλαμπάι= Ένα δηλητηριώδες μοβ βότανο που μοιάζει με θρούμπι. Αν κάποιος το καταναλώσει φρέσκο τότε μέσα σε λίγα λεπτά εξαιτίας της τοξίνης που περιέχει το συγκεκριμένο βότανο θα πέσει σε κόμμα. Εάν δεν δοθεί μέσα σε δύο ημέρες το αντίδοτο η τοξίνη θα φτάσει στην καρδιά προκαλώντας καρδιακή προσβολή οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στον θάνατο. Εάν όμως αποξηραθεί και μετατραπεί σε καπνό τότε η περισσότερη τοξίνη χάνεται. Όμως και το λίγο δηλητήριο που απομένει είναι επικίνδυνο καθώς μπορεί να προκαλέσει εθισμό και παρενέργειες όπως τα ναρκωτικά. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μικρές ποσότητα για να βοηθήσει τα άτομα που έχουν προβλήματα ύπνου έπειτα όμως απαγορεύτηκε όταν διαπιστώθηκε πως τα άτομα αυτά εθίζονταν έπειτα από την πρώτη χρήση και κατά την αποτοξίνωση παραπονιόντουσαν πως εάν δεν καταναλώσουν το συγκεκριμένο ναρκωτικό έχουν εφιάλτες.

Αμενόρι= Ένα μαγικό πλάσμα το οποίο είναι η πρώτη μορφή των ξωτικών του είδους Αμενόρι (για περισσότερα δες Παράρτημα 3). Μοιάζει με μεγάλο λευκό ελάφι όπου από τα κέρατα του φυτρώνουν λουλούδια σαν να είναι δέντρα και στην μέση του σώματος του υπάρχουν τεράστια λευκόχρυσα φτερά τα οποία μοιάζουν με εκείνα του αετού.

Κεχέκο= Ένα μαγικό πλάσμα το οποίο μοιάζει πάρα πολύ με γάτα αλλά έχει δύο ουρές αλεπούς. Είναι ανεξάρτητο σαν την γάτα αλλά σε περίπτωση που το αφεντικό της χρειαστεί βοήθεια θα τον προστατέψει ακόμα και με την ζωή του. Από αυτά τα πλάσματα προέρχονται τα ξωτικά της φυλής Κεχέκο (για περισσότερα δες Παράρτημα 3).

Τιγρολέωντες= Ένα μαγικό πλάσμα το οποίο είναι το δεύτερο πιο ιερό πλάσμα μετά τους δράκους. Μοιάζουν με χρυσές τίγρεις με λευκές ρίγες αλλά τα αρσενικά μπορούν να βγάλουν χαίτη σαν τα λιοντάρια. Από αυτό το πλάσμα προέρχονται τα λιγοστά μέλη της φυλής των ξωτικών Αδάμα (για περισσότερες πληροφορίες δες Παράρτημα 3).

© 07/08/2022

Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Παράρτημα 1 για τον "Άνδρα των Ρόδων"

 Πρόσωπα που συναντάει ο αναγνώστης:

Γιν Φανκ= Άρχοντας Σακούρ ο οποίος εξαιτίας της κακιάς του συμπεριφοράς δολοφονήθηκε από την ίδια του την αδελφή και τον εραστή της. Όταν μπήκε μέσα στο σώμα του η ψυχή του Ιάσωνα αποφάσισε να αλλάξει προς το καλύτερο την συμπεριφορά του άρχοντα.

Γιν Ξιανκ= Αδελφή του Γιν Φανκ και μέλλουσα σύζυγος του Μεϊμάρ. Είναι φιλήσυχη και ευγενική με όλους εκτός από όσους τολμούν να κάνουν κακό στον μεγάλο της αδελφό.

Μεϊμάρ= Κελκάρ ο οποίος αγοράστηκε από τον πατέρα του Γιν Φανκ και της Γιν Ξιάνκ για να κρατάει συντροφιά στον πρώτο. Μεγάλωσε μαζί με την Ξιάνκ και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Η φίλια τους έπειτα από πολλά χρόνια εξελίχθηκε σε έρωτα.

Χαν Ζιχούα= Υπηρέτρια της οικογένειας Γιν. Αν και γεννήθηκε με μάτια γάτας και εκπαιδεύτηκε στο μαγικό μονοπάτι του Νταόσμ η αρρώστια του πατέρας της την ανάγκασε να αφήσει την μεγάλη της αγάπη που είναι τα μαγικά σπαθιά και να γίνει υπηρέτρια για να μαζέψει χρήματα για την θεραπεία του.

Ζούαν Λούογιανκ= Νόθο παιδί του πατέρα του Γιν Φανκ και της αδελφής του. Η μητέρα του βιάστηκε από τον πατέρα τους με αποτέλεσμα να τρελαθεί και να αυτοκτονήσει όταν ήταν εκείνος πέντε χρονών. Από τότε έχει κάνει σκοπό της ζωής του να καταστρέψει την οικογένεια των Γιν. Για να το επιτύχει αυτό έπιασε δουλειά ως σωματοφύλακας του Γιν Φανκ.

Λίαν Ρου= Ο δεύτερος σωματοφύλακας του Γιν Φανκ. Δεν συμπαθεί καθόλου τον Λούογιανκ καθώς πιστεύει πως δεν είναι άτομο εμπιστοσύνης.

Ξιόγκ Τσιν= Ο πιστός υπηρέτης του Γιν Φανκ ο οποίος είναι κρυφά ερωτευμένος με το αφεντικό του.

Ίομπχαρ= Κελκάρ, σκλάβος πολέμου ο οποίος μαζί με τον αδελφό του δωρίθηκε ως δώρο ευγνωμοσύνης από τον πατέρα του αυτοκράτορα στην οικογένεια Γιν. Λόγο ενός ατυχήματος που συνέβει κατά την διάρκεια της μάχης ο Ίομπχαρ τυφλώθηκε. Είναι ένας πολύ ικανός χειριστής της λευκής μαγείας και έχει διαίσθηση η οποία δεν πέφτει ποτέ έξω.

Εαντχάρντ= Κελκάρ, σκλάβος πολέμου και αδελφός του Ίομπχαρ. Από τα δύο αδέλφια ο Εαντχάρντ είναι ο πιο θερμοκέφαλος. Εξαιτίας της τύφλωσης του αδελφού του έχει γίνει υπερπροστατευτικός μαζί του.

Χάο Φαγκχούα= Αρχηγός μιας ομάδας ιερόδουλων η οποία βρισκόταν στην δούλεψη του Γιν Φανκ πριν την απόπειρα δολοφονίας του. Αλαζόνας και πολύ παραδόπιστη είναι ο τύπος της γυναίκας που προτιμά να καταστρέψει τις ζωές άλλων γυναικών που είναι πιο όμορφη από αυτή.

Αμάρθας= Ένα αρσενικό ξωτικό της φυλής Αμενόρι, τα οποία προέρχονται από τα μαγικά πλάσματα αμενόρια (για περισσότερες λεπτομέρειες δες στο Παράρτημα 2). Δεσμευμένος με τον Γιν Φανκ.

Ντουάν Γιανλίν= Ένας νεαρός αμαξάς ο οποίος είχε στην κατοχή του την ζωική μορφή του Αμάρθας.

Ντάι Λινγκζίν= Η εστεμμένη σύζυγος του αυτοκράτορα και μητέρα του εστεμμένου πρίγκιπα και του αρχηγού των αυτοκρατορικών συμβούλων. Αν και ήταν παιδική φίλη του αυτοκράτορα δεν είναι ερωτευμένη μαζί του και αντίστοιχα και εκείνος. Παντρεύτηκαν μόνο για χάρη του προηγούμενου αυτοκράτορα που ήθελε πριν ανυψωθεί στους Ουρανούς να τους δει παντρεμένους. Έχει βάλλει στοίχημα με τον αυτοκράτορα Γι για το ποιος στο τέλος κάθε χρόνου θα έχει τα περισσότερα μέλη στο χαρέμι του. Όποιος χάσει ικανοποιεί της επιθυμίες του νικητή.

Ζανγκ Ζιχόνγκ= Στρατηγός ο οποίος προστατεύει την αυτοκράτειρα. Είναι ο μόνος που γνωρίζει το στοίχημα που έχει βάλλει το αυτοκρατορικό ζευγάρι. Είναι ο νεαρότερος από τους στρατηγούς και καλός φίλος του εστεμμένου πρίγκιπα.

© 06/08/2022

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 4)

 

«Συγχωρέστε με κύριε!» άρχισε να λέει ανήσυχα καθώς αντίκρισε το σοβαρό ύφος του αφέντη του. Βλέποντας την αντίδραση του αυτή ο Φανκ προσπάθησε με πολύ μεγάλη επιτυχία να τον καθησυχάσει,

«Δεν πειράζει Τσιν! Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σου ζητάω συγνώμη που ύψωσα την φωνή μου ενώ σου είχα υποσχεθεί πως δεν θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο αλλά όταν άκουσα πως ήσουν πρόθυμος να αφαιρέσεις την ζωή σου σαν να ήταν κάποιο χαλασμένο φαγητό θύμωσα καθώς γνωρίζω από πρώτο χέρι πως ο θάνατος δεν είναι παιχνίδι! Είναι ένας δρόμος που αν τον πάρει κάποιος δεν υπάρχει επιστροφή εκτός κι αν οι Ουράνιοι δράκοι αποφασίσουν πως δεν έχει έρθει η ώρα του» του εξήγησε καθώς ηλιαχτίδες έπεφταν πάνω του κάνοντας τον να μοιάζει με έναν Ουράνιο δράκο ο οποίος είχε πάρει θνητή υπόσταση. Τουλάχιστον αυτό πίστευε ο Ξιόγκ Τσιν ο οποίος τον κοίταζε ερωτοχτυπημένος με ένα ονειροπαρμένο βλέμμα καθώς το μυαλό του κατακλίστηκε από πονηρές και πικάντικες σκέψεις που όλες είχαν επίκεντρο τον όμορφο άρχοντα Σακούρ που έστεκε μπροστά του. Ήταν τόσο παραδομένος στις φαντασιώσεις του που δεν άκουσε τον Φανκ να του μιλάει,

«Τσιν; Συμβαίνει κάτι; Γιατί έχεις κοκκινίσει σαν να είσαι μεθυσμένος;» ρώτησε ο νεαρός καθώς πέρασε την παλάμη του τρεις φορές μπροστά από τα μάτια του υπηρέτη ο οποίος ξαφνιασμένος απάντησε,

«Συγχωρέστε με κύριε φαίνεται πως αφαιρέθηκα για λίγο»,

«Δεν πειράζει! Έλα να με βοηθήσεις να ντυθώ γιατί στο τέλος δεν θα βρίσκουμε ούτε αρωματικό στικ» αποκρίθηκε γελώντας απαλά κάνοντας τον Τσιν να κοκκινίσει ακόμα πιο πολύ. Όταν τελικά έβαλε και το λευκό βέλο που κάλυπτε το πρόσωπο του από την μύτη και κάτω οι δυο τους βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Εκεί τους περίμεναν η Γιν Ξιάνκ και ο αρραβωνιαστικός της ο οποίος όταν είδε τον μέλλοντα κουνιάδο του να ξεπροβάλλει σταμάτησε τους κύκλους που έκανε καθώς τους περίμενε, σταύρωσε να χέρια του και δήθεν αδιάφορος ρώτησε,

«Γιατί σου πήρε τόσο πολύ να ετοιμαστείς; Στην αγορά θα πάμε όχι σε συνάθροιση αρχόντων» ακούγοντας τα λόγια αυτά τα δύο αδέλφια έβαλαν τα γέλια,

«Συγνώμη Μεϊμάρ! Άργησα αλλά νομίζω πως είμαι κατάλληλα ντυμένος για να πάω στην αγορά οπότε μην ανησυχείς» αποκρίθηκε ο Φανκ μόλις καταλάγιασε λίγο το γέλιο του.

«Ούμφ! Δεν ανησυχώ για εσένα αλλά για την αδελφή σου που ξεροστάλιαζε όρθια τόσην ώρα για να σε περιμένει» αποκρίθηκε κάνοντας τον θιγμένο καθώς του έριχνε μια κλεφτή ματιά. Πως το έπαθε; Σήμερα δεν φοράει ρούχα που φωνάζουν από μακριά πως είναι άρχοντας. Εύκολα θα τον πέρναγες για έναν νεαρό χορευτή από αυτούς που διασκεδάζουν τους πελάτες και τις πελάτισσες των πορνείων, αναλογίστηκε καθώς παρατήρησε πως ο Φανκ φορούσε μόνο έναν λευκό εσωτερικό μανδύα και έναν κόκκινο σαν αίμα που είχε κρυφά κουμπιά και μακριά μανίκια. Οι συγκεκριμένοι μανδύες ήταν τόσο μακριοί που έφταναν μέχρι τους αστραγάλους του αποκαλύπτοντας τα υπέροχα λευκά με χρυσές λεπτομέρειες παπούτσια χορευτή που φορούσε. Τα μακριά καστανά μαλλιά του τα είχε πιάσει σε μια ψηλή αλογοουρά με μια πολύ όμορφη γαλάζια κορδέλα που ταίριαζε με τα σκουλαρίκια και το μενταγιόν που φορούσε καθώς ήταν διακοσμημένα με γαλάζιους πολύτιμους λίθους που έμοιαζαν με αχάτη. Το βέλο που έκρυβε το μισό του πρόσωπο τόνωνε τόσο πολύ τα καστανά του μάτια που αν κάποιος με ασθενή αυτοσυγκράτηση διασταύρωνε την ματιά του με αυτά τότε θα έχανε την ψυχή του και θα γινόταν σκλάβος του. Μοιάζει με ένα ξωτικό από το μαγικό δάσος, αναλογίστηκε ο Μεϊμάρ την ώρα που η αρραβωνιαστικιά του αποκρίνονταν με ένα χαμόγελο,

«Μην τον ακούς αδελφούλη! Εγώ καθόμουν αναπαυτικά σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια που υπάρχουν στον κήπο σε αντίθεση με τον Μεϊμάρ ο οποίος όλη αυτή την ώρα έφερνε σβούρες σαν σύζυγος που περιμένει την γυναίκα του να γεννήσει»,

«Έει δεν έκανα καθόλου έτσι αγαπημένη! Μην του δίνεις ελπίδες» και με αυτά τα λόγια η παρέα καλοδιάθετα κίνησαν να παν στην αγορά. Όταν έφτασαν στην είσοδο της οικίας ο Φανκ παρατήρησε πως τους περίμεναν δύο άμαξες όπως εκείνες που έβλεπε στα κινέζικα δράματα φαντασίας μαζί με τον Χου.  Ήταν ξύλινες και από το μέγεθος τους φαίνονταν πως στην κάθε μια χωρούσαν δύο άτομα. Η οροφή τους ήταν σε σχήμα πυραμίδας φτιαγμένη από ύφασμα το οποίο ήταν βαμμένο χρυσό που κατέληγε σε μοβ. Τέλος στα πλάγια όπου ήταν η είσοδος των επιβατών υπήρχε μια σαν από μετάξι μοβ κουρτίνα που προστάτευε τους επιβάτες από το ελαφρύ αεράκι ενώ από την αντίθετη πλευρά υπήρχε ένα παράθυρο από όπου μπορούσαν οι επιβάτες να χαζέψουν το τοπίο και τους περαστικούς. Την κάθε μια έσερναν αντίστοιχα δύο πλάσματα που όμοια τους ο Φανκ δεν είχε ξαναδεί, έμοιαζαν με μεγάλα λευκά ελάφια αλλά στα κέρατα τους φύτρωναν λουλούδια κάνοντας κάποιον να πιστεύει πως δεν ήταν κέρατα αλλά μικρά δέντρα. Το ποιο περίεργο χαρακτηριστικό όμως πάνω τους ήταν τα μεγάλα διπλωμένα λευκόχρυσα φτερά που έμοιαζαν πάρα πολύ με εκείνα ενός αετού. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα του ο νεαρότερος οδηγός από τους δυο τους τον πλησίασε και τον ρώτησε φιλικά,

«Δεν έχεις ξαναδεί αμενόρια ξανά;»,

«Έτσι λέγονται αυτά τα όμορφα πλάσματα;» ρώτησε με την σειρά του ο Φανκ,

«Ναι, είναι από τα πιο φιλήσυχα και εύκολα στον δαμασμό τους μαγικά πλάσματα τα οποία κατοικούν στο Μαγικό δάσος ή αλλιώς Εθέρια όπως ονομάζεται το βασίλειο των ξωτικών» αποκρίθηκε εκείνος καθώς οδηγούσε εκείνον και τον Τσιν στην πρώτη άμαξα. Την ώρα που ο Φανκ περνούσε από δίπλα από δίπλα από ένα από τα δύο αμενόρια που τράβαγαν την άμαξα στην οποία θα επέβαιναν οι δυο τους άκουσε κάποιον με βαθιά φωνή να λέει,

«Πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω έναν ελεστράρι με σάρκα και οστά ύστερα από την μεγάλη μάχη των τριών έθνων του κόσμου Υιαβάρ εναντίον του θεού Ντελγούγιον και των τριών γιών του, των φυλάρχων των δαιμόνων. Πίστευα πως όλοι οι ελεστράρι είχαν πεθάνει κατά την δημιουργία της Μαύρης Ερήμου αλλά εσύ νεαρέ από άλλον κόσμο με γέμισες ελπίδα. Έλα κοντά μου να σου δώσω ένα δώρο» Τα λόγια αυτά ακούγονταν μέσα στο κεφάλι του σαν να είχε βάλει μουσική από ακουστικά. Όμως αυτό που τον άφησε άφωνο ήταν πως ένοιωσε ξαφνικά την ανάγκη να πάει κοντά στο αμενόρι. Για να μην κινήσει υποψίες καθώς δεν γνώριζε αν το άκουσαν και οι υπόλοιποι ρώτησε τον οδηγό της άμαξας,

«Μπορώ να το χαϊδέψω;»,

«Μα φυσικά! Αν νιώθεις αυτή την ανάγκη σημαίνει πως το αμενόρι σου μίλησε. Το οποίο είναι καταπληκτικό καθώς μιλάνε και καλούν μόνο τα άτομα που έχουν αγνή καρδιά» αποκρίθηκε χαρούμενος ο νεαρός καθώς τον οδηγούσε μπροστά στο μαγικό πλάσμα το οποίο είχε καρφωμένο το βλέμμα του στον Φανκ. Όταν το πλησίασε αρκετά εκείνο αφού υποκλίθηκε αποκρίθηκε τηλεπαθητικά,

«Άγγιξε με στα δέντρα που έχω για κέρατα» Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο νεαρός είδε έκπληκτος το χέρι του να πηγαίνει από μόνο του και να αγγίζει απαλά ένα πέταλο από τα ροζ λουλούδια που φύτρωναν στα κέρατα του αμενόρι. Αμέσως ένα φως τον κατέκλισε. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του ήταν μπροστά σε μια λίμνη από όπου ξεπηδούσαν ψάρια τα οποία έμοιαζαν με εκείνα από την εποχή των δεινοσαύρων ίσως και από πιο παλιά. Τα χρώματα τους κυμαίνονταν από λευκό μέχρι μαύρο. Στην πλευρά όπου βρισκόταν ξεκινούσε ένα υπέροχο δάσος από δέντρα των οποίων οι κορμοί τους έλαμπαν κυριολεκτικά σαν λάμπες και τα φύλλα τους τα οποία ήταν μοβ και έμοιαζαν με εκείνων της αμυγδαλιάς εξέπεμπαν ένα άρωμα το οποίο όμοιο του δεν είχε ξαναμυρίσει ποτέ του. Ήταν τόσο μεθυστικό και όμορφο που ήθελε να μείνει εκεί για πάντα και να το μυρίζει συνέχεια,

«Στην θέση σου δεν θα υπέκυπτα! Έχεις ακόμα πολλά να μάθεις πριν καταφέρεις να ελέγξεις το άρωμα του δέντρου σάιριν» ακούστηκε να λέει η ίδια φωνή που είχε ακουστεί και μέσα στο κεφάλι του αλλά όταν γύρισε ξαφνιασμένος να κοιτάξει προς τα εκεί όπου προήλθε ο ήχος απέμεινε σαστισμένος να κοιτάζει το πλάσμα που εμφανίστηκε στην αντίπερα όχθη με τα περίεργα λουλούδια που έλαμπαν σαν αστέρια. Αν και η φωνή άνηκε στο αμενόρι εντούτοις όμως η μορφή του είχε αλλάξει, το μισό του σώμα ήταν το ίδιο λευκό ελαφίσιο σώμα με τα διπλωμένα λευκόχρυσα φτερά στην πλάτη του που είχε το μαγικό αυτό πλάσμα αλλά από την μέση και πάνω υπήρχε ένα ανθρώπινο σώμα. Ήταν ένας λεπτός νεαρός ο οποίος δεν φορούσε τίποτα με αποτέλεσμα να φαίνεται το όμορφο λευκό δέρμα του που έμοιαζε τόσο απαλό που ο Φανκ κατακλείστηκε από την επιθυμία να το αγγίξει για να διαπιστώσει αν ίσχυε. Στους ώμους του ξεχύνονταν σαν χείμαρρος καστανά σπαστά μαλλιά που ήταν διακοσμημένα με τα λουλούδια που φυτρώνουν στα κέρατα των αμενόριων τα οποία, έκπληκτος συνειδητοποίησε πως ήταν ένα με τα μαλλιά του σαν να φύτρωναν από αυτά. Στην κορυφή του κεφαλιού του δέσποζαν περήφανα τα κέρατα των αμενόριων, «Χε χε! Όλοι σαστίζουν όταν βλέπουν για πρώτη φορά ένα είδος ξωτικού» αποκρίθηκε γελώντας μελωδικά ο νεαρός άνδρας,

«Υ…υπάρχουν πολλά είδη ξωτικών;» ρώτησε τραυλίζοντας σαστισμένα ο Φανκ,

«Ω ναι παρά πολλά! Ανάλογα με τα μαγικά πλάσματα ή τα μαγικά φυτά από τα οποία προέρχονται» αποκρίθηκε το ξωτικό αντικρίζοντας τον με τα καταγάλανα μάτια του που δεν έμοιαζαν καθόλου με ανθρώπινα αλλά με ελαφιού. Σε αυτά καθρεφτίζονταν μια σοφία αιώνων. «Για παράδειγμα, όπως θα κατάλαβες είμαι ένας Αμενόρι αλλά ακόμη δεν έχω μπει στην δεύτερη εξέλιξη ώστε να μπορώ να κρατήσω την ξωτικίσια μου υπόσταση εκτός του Εθέρ…» άρχισε να λέει το περίεργο πλάσμα καθώς τον πλησίαζε, πατώντας πάνω στην λίμνη σαν να ήταν ξηρά. Ούτε ένα τόσο δα μικρό κομμάτι των οπλών του δεν βούλιαξε στο νερό.

«Έθερ;» τον διέκοψε όλο απορία ο νεαρός άρχοντας,

«Μμ! Έχεις πολλά να μάθεις Ιάσωνα!» απάντησε με πατρική χροιά στην φωνή του καθώς συνέχιζε να περπατά χωρίς να επηρεάζει τα ψάρια της λίμνης που συνέχιζαν να πηδούν που και που στην επιφάνεια της σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

«Πως το…» άρχισε να λέει έκπληκτος που κάποιος γνώριζε πως δεν ήταν ο πραγματικός Γιν Φάνκ,

«Πως το γνωρίζω;» τον διέκοψε το ξωτικό σταματώντας μερικά μέτρα μακριά του χαμογελώντας καθώς πρόσθετε, «Αυτή είναι η ιδιότητα του λαού μου! Μπορώ να βλέπω την ψυχή των άλλων! Δεν μου ξεφεύγει τίποτα, όλες οι πράξεις σου καλές ή κακές τις βλέπω και τις κρίνω! Εσύ νεαρέ μου είσαι αρκετά αγνός για να εμφανίσω την πραγματική μου μορφή και να σου δώσω το δώρο των Αμενόρι! Όλοι οι θεοί, όχι μόνο το πάνθεον των Ουράνιων δράκων σε επέλεξαν για να νικήσεις τους δαίμονες και να αναβιώσεις την πέμπτη φυλή, τους Ελεστράρι»,

«Μα πως; Εγώ δεν έχω καμιά μαγική δύναμη, το σώμα αυτό εκτός από τα βασικά στο σπαθί δεν ξέρει κάτι άλλο» αποκρίθηκε καθώς κοίταζε με δυσπιστία τα χέρια του τα οποία δεν είχαν τον παραμικρό κάλο στην επιφάνεια τους,

«Η μαγεία των Ελεστράρι είναι η Αντιγραφή» του αποκρίθηκε στο αυτί το ξωτικό. Ξαφνιασμένος ο νεαρός από την ζεστή ανάσα που μπήκε στο αυτί του γύρισε να το αντικρίσει όταν έκπληκτος συνειδητοποίησε πως το πλάσμα είχε το μέγεθος ενός μεγάλου ελαφιού ενώ το ανθρώπινο πάνω μέρος του τον πέρναγε ένα κεφάλι. Βλέποντας την αντίδραση του ο Αμενόρι χαχάνισε ελαφρά κλείνοντας με ευχαρίστηση τα όμορφα μάτια του, «Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά καθώς ο χρόνος σου εδώ είναι περιορισμένος» αποκρίθηκε και βλέποντας την απορία στο βλέμμα του Φανκ πρόσθεσε, «Μην ανησυχείς ο χρόνος στο Εθέρ περνάει διαφορετικά από εκείνον στον υλικό κόσμο. Ένας χρόνος εδώ ισοδυναμεί με μία ώρα στον υλικό αλλά μην αγχώνεσαι δεν θα κάτσεις τόσο πολύ στον Εθέρ. Για σήμερα θα σου συστηθώ, θα δεσμευτώ μαζί σου και θα σου δώσω το δώρο του Διαβάσματος της ψυχής» Μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Αμενόρι υποκλίθηκε στον Φάνκ φέρνοντας το μπροστινό δεξί πόδι του μπροστά από τα υπόλοιπα τρία, το δεξί του χέρι στην καρδιά του με ανοιχτή την παλάμη προς αυτήν και χαμήλωσε το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού. «Το όνομα μου αφέντη είναι Αμάρθας, γιός του Μελέα και της Αρίστης»,

«Εμ… εμένα είναι Ιάσωνας και είμαι γιός του Ιάσωνα και της Σωτηρίας ή μπορείς να με λες και Γιν Φανκ για να μην μπερδεύεσαι» αποκρίθηκε ο άνδρας ντροπαλά προσπαθώντας να μιμηθεί την υπόκλιση του Αμάρθας ο οποίος βλέποντας το αυτό χαμογέλασε,

«Όπως επιθυμείς αφέντη Γιν»,

«Χωρίς το αφέντη αν δεν σε πειράζει» αποκρίθηκε κοκκινίζοντας ελαφρά καθώς δεν ήταν ακόμη συνηθισμένος να τον αποκαλούν έτσι, Ακόμα και όταν με λένε έτσι οι υπηρέτες μου έρχεται να τους το απαγορεύσω αλλά με αυτόν τον τρόπο θα καταλάβαιναν πως δεν είμαι ο πραγματικός Γιν Φάνκ! Αναλογίστηκε καθώς ο συνομιλητής του αποκρίθηκε ξεσπώντας στα γέλια,

«Εντάξει!» και αφού καταλάγιασε λίγο το γέλιο του πρόσθεσε λίγο πιο σοβαρά, «Ώρα για την τελετή δέσμευσης τώρα» και με αυτά τα λόγια πήρε ένα μικρό στιλέτο στο μέγεθος ενός χαρτοκόπτη από… Ο Φανκ δεν μπορούσε να καταλάβει πως εμφανίστηκε. Όλη αυτή την ώρα που μιλούσαν ήταν σίγουρος πως ο Αμενόρι δεν το κρατούσε. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα του ο Αμάρθας χαμογελώντας αχνά του εξήγησε πως το εκάστοτε ξωτικό μπορεί να ελέγξει το Έθερ του και να το κάνει να εμφανίσει ότι χρειαστεί από το στιλέτο της δέσμευσης όπως αυτό που κρατούσε στο χέρι του μέχρι ολόκληρες κοιλάδες,

«Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά τώρα! Άπλωσε το δεξί σου χέρι» πρόσθεσε απαλά καθώς έφερνε το λεπτεπίλεπτο στιλέτο πάνω από την παλάμη του αριστερού του χεριού κάνοντας μια τομή στο λευκό του χέρι το οποίο έγειρε πάνω από το δεξί απλωμένο χέρι του Φάνκ αφήνοντας να πέσουν μερικές σταγόνες χρυσού αίματος. Έκπληκτος ο Σακούρ είδε πως μόλις το παράξενο υγρό που είχε για αίμα ο Αμάρθας έπεσε πάνω στην παλάμη του άρχισε να λάμπει τόσο πολύ που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του άκουσε το ξωτικό να λέει μια ακαταλαβίστικη μα συνάμα και μελωδική φράση,

«إله الأرض استمع إلى كلماتي! أنا نجل» Μόλις τελείωσε τα συγκεκριμένα λόγια το φως σταμάτησε. Καθώς ο Φανκ ξανάνοιγε τα μάτια του ένοιωσε κάτι περίεργο στο χέρι του το οποίο έκπληκτος διαπίστωσε πως ήταν ένα τατουάζ που απεικόνιζε το κεφάλι ενός αμενόρι και το οποίο έλαμπε ελαφρά. Βλέποντας το σαστισμένο του βλέμμα ο Αμάρθας αποκρίθηκε με βαριά ανάσα, «Είναι το σύμβολο του λάου μας όταν δεσμευόμαστε με τον αφέντη μας. Η κάθε φυλή ξωτικών έχει διαφορετικά σύμβολα. Δεν έχουμε τον χρόνο να σου τα μάθω αλλά κάποια στιγμή που θα ήμαστε μόνοι μας και δεν θα βιάζεσαι σου υπόσχομαι πως θα στα πω. Τώρα όμως πρέπει να σου δώσω το δώρο του διαβάσματος των ψυχών»,

«Μα είσαι…» άρχισε να λέει καθώς τον έβλεπε καταβεβλημένο αλλά πριν προλάβει να ξεστομίσει μια λέξη παραπάνω ο Αμάρθας τον διέκοψε λέγοντας πάλι κάτι μελωδικές λέξεις,

«وهو عضو في» Έπειτα άξαφνα τον άρπαξε και τον φίλησε. Ξαφνιασμένος ο νέος αφέντης του Αμάρθας απέμεινε σαν στήλη άλατος στην θέση του. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησε πως αυτό δεν ήταν ένα κοινό φιλί στο στόμα καθώς ένιωσε πως περνούσε μέσα του μια ουσία που έμοιαζε με πνοή. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε καθώς ξαφνικά το μυαλό του άδειασε τελείως, τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν σαν να ήταν μικρογραφίες ενός ήλιου, τα μαλλιά του αιωρήθηκαν λίγο και το δέρμα του άρχισε να βγάζει ένα περίεργο άρωμα. Περίεργα λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν γύρω τους και ιριδίζουσες πεταλούδες άρχισαν να χορεύουν στον αέρα μέχρι που ξαφνικά γινόντουσαν μια λαμπερή σκόνη που εισχωρούσε μέσα στον Φανκ. Όλο αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα αλλά στην ψυχή του Ιάσωνα φάνηκε πως ήταν ένας αιώνας. Όταν τελικά ξαναπήρε την κυριαρχία του σώματος του Γιν Φάνκ και ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να καθαρίσει την όραση του αντίκρισε τρομαγμένος το ξωτικό να κείτεται κουρασμένο στο πάτωμα βαριανασαίνοντας τόσο πολύ που ο Φάνκ νόμιζε πως θα πάθαινε καρδιακή προσβολή, Αν τα ξωτικά παθαίνουν, αναλογίστηκε καθώς γονάτισε δίπλα του και φέρνοντας το ανθρώπινο μισό σώμα του κοντά του ρώτησε με φωνή που έτρεμε από ταραχή,

«Είσαι καλά; Γιατί δεν μου είπες πως θα πλήρωνες βαρύ τίμημα αν μου έδινες το Διάβασμα των ψυχών;»,

«Δεν είναι τίποτα! Μην ανησυχείς το μόνο που χρειάζομαι τώρα είναι ξεκούραση και θα είμαι μια χαρά. Δυστυχώς όμως η ξωτικίσια μου μορφή δεν θα μπορεί να σου μιλάει έως τότε τηλεπαθητικά οπότε θα σε αγγαρέψω να φροντίσεις την ζωική μου μορφή. Για μερικές ημέρες θα συμπεριφέρομαι και θα έχω την νοημοσύνη ενός πλάσματος που δεν έχει εξελιχθεί» αποκρίθηκε κουρασμένος καθώς ακούμπαγε στον ώμο του αφέντη του. Βλέποντας τον τόσο νυσταγμένο ο Φάνκ για να μην τον ταλαιπωρεί άλλο του υποσχέθηκε πως θα αγοράσει και θα προσέχει το σώμα του στον υλικό κόσμο έως ότου γίνει καλά καθώς και τον ρώτησε πως θα γύρναγε στον Υιαβάρ. «Μην ανησυχείς! Πλέον μπορείς να έρχεσαι και να φεύγεις από τον Έθερ μου ελεύθερα… Το μόνο που… που πρέπει να κάνεις… είναι να σκέφτεσαι εμένα όταν θέλεις… όταν θέλεις να με επισκέπτεσαι και… και να φέρνεις στο μυαλό σου έναν συγγενή σου ή κάποιο σημαντικό για… εσένα πρόσωπο όταν θέλεις να γυρίσεις στον υλικό κόσμο…» αποκρίθηκε πριν κλείσει νυσταγμένα τα μάτια του. Ο Φανκ βλέποντας πως ο καινούργιος του φίλος αποκοιμήθηκε τον ξάπλωσε απαλά στο χορταριασμένο δάπεδο με τα περίεργα λουλούδια που είχαν φυτρώσει όταν παραλάμβανε το δώρο των Αμενόρι. Καθώς έκανε να απομακρυνθεί από κοντά του ένα από τα λουλούδια που φύτρωναν στα μαλλιά του Αμάρθας κόπηκε μαζί με μια τούφα από τα μαλλιά του και με την βοήθεια του απαλού αέρα που σηκώθηκε ξαφνικά πήγε και έκατσε στο χέρι του Φανκ και μάλιστα σε εκείνο που είχε το τατουάζ. Βλέποντας το να κάθεται περήφανο πάνω σε αυτό έκλεισε με προσοχή και στοργή την παλάμη του καθώς έφερνε στο μυαλό του με κάθε λεπτομέρεια τα πρόσωπα της αδελφής του, του εραστή της και του Τσιν. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν μπροστά στο αμενόρι που τράβαγε την άμαξα στην οποία θα επέβαιναν εκείνος και ο πιστός του υπηρέτης. Το μόνο διαφορετικό που παρατήρησε ήταν πως το συγκεκριμένο αμενόρι είχε χάσει την νοήμονα λάμψη στα μάτια του και ανοίγοντας την παλάμη του δεξιού χεριού του όχι μόνο βρήκε μέσα σε αυτό το λουλούδι και την προσκολλημένη σε αυτό τούφα μαλλιών του Αμάρθας αλλά και το τατουάζ που απεικόνιζε το κεφάλι ενός αμενορίου με μόνη διαφορά πως αντί να λάμπει ήταν μαύρο σαν ένα κανονικό τατουάζ χένας, Ίσως μόνο στον Έθερ του Αμάρθας λάμπει, αναλογίστηκε ο Φανκ. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν κατάλαβε πως ακόμα δίπλα του βρισκόταν ο νεαρός οδηγός της άμαξας με αποτέλεσμα να ξαφνιαστεί όταν άκουσε την έκπληκτη φωνή του καθώς είχε δει το τατουάζ και την τούφα μαλλιών με το λουλούδι,

«Απίστευτο! Σε επέλεξε για αφέντη! Πω πω είσαι πολύ τυχερός πολύ λίγοι έχουν αρκετά αγνή καρδιά για να δεθούν με ένα τέτοιο πλάσμα» τα λόγια του τα άκουσαν και οι υπόλοιποι με αποτέλεσμα έκπληκτοι να περιτριγυρίσουν τον Φανκ ο οποίος σαστισμένος προσπαθούσε να διαχειριστεί τις ερωτήσεις τους. Ο μόνος που δεν μίλησε ήταν ο Μεϊμάρ ο οποίος τον κοίταζε σαν να είχε βγάλει κέρατα αμενορίου, Πως είναι δυνατόν με όλα αυτά που έκανε στο παρελθόν να έχει αγνή ψυχή; Εκτός κι αν το αμενόρι είδε πως κάποιος τον χειραγωγούσε. Ούμφ αυτό είναι αδύνατον! Γιατί κάποιος να μπει σε τόσο κόπο για να τον ελέγξει; Αναλογίστηκε ο νεαρός Κελκάρ κοιτάζοντας τον με δυσπιστία όταν ξαφνικά του ήρθε, Όλα ξεκίνησαν από τότε που προσλήφθηκε ο Λούογιανκ ως σωματοφύλακας! Μπα μάλλον θα έτυχε, αναλογίστηκε αλλά βλέποντας το αθώο βλέμμα του κουνιάδου του αποφάσισε για καλό και για κακό να έχει από κοντά τον συγκεκριμένο σωματοφύλακα, Δεν θα το κάνω επειδή θέλω να καθαρίσω το όνομα του Γιν Φανκ αλλά επειδή αν έστω μια στο εκατομμύριο είναι αλήθεια και τον ξεσκεπάσω η Ξιάνκ θα είναι περήφανη για εμένα! Καθώς τα σκεφτόταν αυτά ο Φάνκ αποκρίθηκε με απαλή φωνή,

«Μήπως καλό θα ήταν να πηγαίναμε πρώτα στην αγορά και μετά να συνεχίσετε τις ερωτήσεις; Γιατί όπως πάμε σε λίγο δεν θα βρούμε ούτε μπαχάρι»,

«Έχετε δίκιο κύριε!» αποκρίθηκε ο Τσιν και κοιτάζοντας τον νεαρό οδηγό της άμαξας πρόσθεσε, «Αν μας πας γρήγορα και ασφαλείς στην άμαξα τότε ο κύριος μου θα διαπραγματευτεί σύντομα μαζί σου την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου αμενορίου»,

«Δεν χρειάζεται! Του το παραχωρώ δωρεάν» αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο καθώς τους βοήθαγε να επιβιβαστούν στην άμαξα,

«Μα…» άρχισε να λέει ο Φανκ,

«Δεν θέλω να πάρω χρήματα. Εμένα μου αρκεί πως είσαι ένας καλός Σακούρ και πείτε το προαίσθηση αλλά ξέρω πως θα του συμπεριφερθείς καλά» τον διέκοψε καθώς πήγαινε να φύγει όταν όμως η κουρτίνα της άμαξας έπεφτε ο Φανκ τον ρώτησε,

«Πως σε λένε;»,

«Ντουάν Γιανλίν άρχοντα μου» αποκρίθηκε ο νεαρός με ένα χαμόγελο. Μετά από αυτό δεν άργησαν να ξεκινήσουν για την αγορά. Καθώς πέρναγαν από διάφορους δρόμους και σοκάκια ο νεαρός έχοντας κάτσει κοντά στο παράθυρο άρχισε να χαζεύει τα πάντα από τα κτήρια μέχρι κάτι περίεργα ζώα που έμοιαζαν με διασταύρωση γάτας και αλεπούς καθώς αντί για μια ουρά γάτας είχαν δύο αλεπούς. Ήταν τόσο απορροφημένος σε όλη αυτή τη καινούργια πληροφορία που λάμβανε που δεν κατάλαβε πως ο Τσιν βλέποντας τον να κάνει σαν μικρό παιδί που ρουφάει όλη την πληροφορία σαν σφουγγάρι χαμογελώντας με λατρεία ένωσε κρυφά το χέρι του με του αφέντη του όπως είχε δει στις εξόδους του, όταν είχε ρεπό τα νεαρά ζευγαράκια να κάνουν. Κάποια στιγμή άρχισε δειλά δειλά να το χαϊδεύει με τα δάχτυλα του, Είναι τόσο όμορφος όταν χαμογελάει! Πόσο τυφλός ήμουν που δεν το είχα παρατηρήσει νωρίτερα! Μακάρι να είχα το θάρρος να του έλεγα πως αισθάνομαι για εκείνον αλλά ίσως είναι καλύτερα έτσι. Το καθήκον του είναι να παντρευτεί με μια αρχόντισσα για να συνεχιστεί η οικογένεια και να μην χαθεί το όνομα των Γιν! Δεν πειράζει όμως, και μόνο που τον υπηρετώ είμαι ικανοποιημένος! Προτιμώ να ραγίσω την καρδούλα μου παρά να του καταστρέψω την ευτυχία του, αναλογίστηκε ο υπηρέτης καθ’όλη την διαδρομή. Όταν ο Γιανλιν τους ενημέρωσε πως έφτασαν εκείνος τρομαγμένος για να μην καταλάβει ο αφέντης του κάτι αποτράβηξε γρήγορα το χέρι του από το δικό του. Ο Φανκ μην έχοντας πάρει είδηση την κίνηση του παραξενεύτηκε βλέποντας τον Τσιν να είναι κατακόκκινος και μαζεμένος σε μια γωνιά, Φαίνεται πως ακόμα με φοβάται! Τον καημένο και εγώ αν είχα περάσει όσα πέρασε και εκείνος την ίδια συμπεριφορά θα είχα, αναλογίστηκε ο νεαρός καθώς έβγαινε από την άμαξα αγνοώντας πως ο υπηρέτης δεν τον φοβόταν απλά προσπαθούσε να διαχειριστεί και να κρύψει τα αισθήματα του για εκείνον. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μόλις πάτησε το πόδι του στο έδαφος ήταν οι πάρα πολλοί υπαίθριοι πάγκοι των εμπόρων που ήταν γεμάτοι με την πραμάτεια τους, Όπως η λαϊκή αγορά της Αθήνας, αναλογίστηκε ο Φανκ καθώς του ερχόταν στο μυαλό η γιαγιά του η Σωτηρία που, ως Ιάσωνας, τον έπαιρνε πολλές φορές μαζί της στην λαϊκή αγορά για να του μάθει τα κόλπα για να βρίσκει τα πιο παρθένα φρούτα και λαχανικά. Η θύμηση της γλυκιάς παχουλής γιαγιάς του έφερε μια μελαγχολία στον νεαρό, Άραγε τι να κάνουν τώρα; Το πιο πιθανό είναι να κλαίνε πάνω από τον τάφο μου. Ή μήπως έχει συμβεί σαν τις κινέζικες νουβέλες που ο πρωταγωνιστής πέφτει σε κώμα σε ένα νοσοκομείο και αν ολοκληρώσει την αποστολή του στον καινούργιο κόσμο και το θέλει ξυπνάει έπειτα στην Γη σαν να μην είχε συμβεί τίποτα; Αναρωτήθηκε ο Φανκ καθώς ο Γιανλίν ελευθέρωνε το αμενόρι που ήταν ο Αμάρθας και τον οδηγούσε κοντά του. Βλέποντας πως η άμαξα του ευγενικού αμαξά έμεινε μόνο με ένα αμενόρι ανίκανη να συνεχίσει το ταξίδι της ο μεταμφιεσμένος σε χορευτή Φανκ τον ρώτησε,

«Σίγουρα δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα να πάρω το αμενόρι σου;»,

«Σίγουρα» του απάντησε με ένα χαμόγελο εκείνος,

«Μα την άμαξα σου δεν μπορεί να την κινεί μόνο ένα αμενόρι. Πως θα γυρίσεις πίσω και θα συνεχίσεις την δουλειά σου πλέον;»,

«Μην ανησυχείς από καιρό ήθελα να την πουλήσω και να πάω στην εξοχή μαζί με το αμενόρι της οικογένειας μου, την Ελάια να βοηθήσω τους γονείς μου με το χωράφι. Ο μόνος λόγος που δεν το έκανα ήταν πως δεν ήθελα να αφήσω σε ξένα χέρια τον Αμάρθας»,

«Πως…» άρχισε να λέει σαστισμένος ο Φάνκ,

«Πως ξέρω το όνομα του; Είναι το μόνο πράγμα που μου είπε με την ανθρώπινη φωνή του όταν τον πρωτοσυνάντησα λίγο έξω από το Μαγεμένο δάσος. Με έσωσε όταν γλίστρησα και έσπασα το πόδι μου. Τον ρώτησα τι ήθελε σαν αντάλλαγμα αλλά αρνήθηκε να μου ξαναμιλήσει. Μάλλον τα μαγικά πλάσματα μιλάνε μόνο στους αφέντες τους» αποκρίθηκε ο νεαρός καθώς έδινε στον Φανκ τα γκέμια του αμενόρι. Αφού τον ευχαρίστησε ο άνδρας έχοντας τον Αμάρθας πλησίασε μαζί με τον Τσιν την αδελφή του και τον Μεϊμάρ.

«Από πού θα αρχίσουμε;» τους ρώτησε όταν έφτασαν αρκετά κοντά τους,

«Συνήθως οι πάγκοι με τα αρώματα, τα αρωματικά στικς και τα κεριά βρίσκονται στο κέντρο της αγοράς για να αρωματίζουν τον χώρο οπότε προτείνω να κατευθυνθούμε προς τα εκεί» αποκρίθηκε η Ξιάνκ. Καθώς προχωρούσαν οι τέσσερις τους είχαν πιάσει την κουβέντα. Ήταν τόσο απορροφημένοι που κάνεις δεν παρατήρησε πως πριν χαθούν στο πλήθος μια ολόχρυση άμαξα, τριπλάσια σε μέγεθος από εκείνες που τους μετέφεραν και την οποία έσερναν τέσσερις χρυσοί με λευκές ρίγες τιγρολέωντες σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά τους. Η κόκκινη σαν από μετάξι κουρτίνα που υπήρχε στο σκαλιστό παράθυρο της άμαξας είχε ανασηκωθεί από ένα αψεγάδιαστο λευκό χέρι το οποίο άνηκε σε μια πανέμορφη κοπέλα με πολύ μακριά μαύρα μαλλιά όπου τα μισά τα είχε πιάσει σε έναν περίτεχνο κότσο που συγκρατιόταν στην θέση του από μια ολόχρυση φουρκέτα για τα μαλλιά σαν εκείνες που υπήρχαν στα αρχαία δράματα φαντασίας που παίζονταν στην κινέζικη τηλεόραση. Στο κεφάλι της επίσης δέσποζε ένα ολόχρυσο και περίτεχνα κατασκευασμένο στέμμα το οποίο ήταν διακοσμημένο με λουλούδια που έμοιαζαν με εκείνα της κερασιάς. Τα αυτιά της κοσμούνταν από μακρόστενα σκουλαρίκια φτιαγμένα από χρυσό τα οποία τελείωναν σε κρόσσια ενώ στον λεπτό λαιμό της δέσποζε ένα ολόχρυσο περίτεχνα κατασκευασμένο περιδέραιο το οποίο ήταν διακοσμημένο με ροζ πολύτιμους λίθους που έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Η νεαρή κοπέλα και μόνο από τα κοσμήματα της φαινόταν πως δεν ήταν μια κοινή ευγενής αλλά κάτι ανώτερο καθώς για να επιβαίνει την συγκεκριμένη άμαξα με τους τιγρολέωντες, οι οποίοι έσερναν μόνο την αυτοκρατορική άμαξα σήμαινε πως άνηκε στην αυτοκρατορική οικογένεια. Δεν έπεσαν έξω όσοι περαστικοί αντίκρισαν την μεγαλοπρεπή άμαξα καθώς η συγκεκριμένη γυναίκα δεν ήταν άλλη από την αυτοκράτειρα Ντάι Λίνγκζιν η οποία είχε καρφωμένα τα λαμπερά καστανόχρυσα μάτια της στην φιγούρα του Γιν Φάνκ. Δεν είχε ξαναδεί στην ζωή της τόσο όμορφο νεαρό και το βέλο το οποίο έκρυβε το κάτω μέρος του προσώπου του ξυπνούσε την περιέργεια της και την ανάγκη της να ανακαλύψει τι κρύβεται κάτω από αυτό. Δεν την ένοιαζε αν ήταν χορευτής το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να τον αποκτήσει και να τον προσθέσει στο χαρέμι της, Αν καταφέρω να τον πείσω να με παντρευτεί τότε όχι μόνο θα κερδίσω το στοίχημα με τον Γι Ζάο αλλά θα κάνω όλες τις γυναίκες των στρατηγών του αυτοκράτορα να σκάσουν από το κακό τους, αναλογίστηκε καθώς διέταξε τον στρατηγό Ζανγκ Σιχόνγκ που είχε έρθει μαζί της σαν σωματοφύλακας να της φέρει τον νεαρό με το βέλο. Εκείνος με βαριά καρδιά υπάκουσε καθώς ήταν ο μόνος που γνώριζε για το στοίχημα που έβαζαν κάθε χρόνο το αυτοκρατορικό ζευγάρι, Εδώ και χρόνια βρίσκονται σε ισοπαλία και έχουμε την ησυχία μας γιατί να αλλάξει τώρα αυτό; Αναλογίστηκε καθώς πήγαινε να ολοκληρώσει την αποστολή του αφού είχε ένα προαίσθημα πως ο συγκεκριμένος άνδρας θα γίνει η αιτία να τσακωθεί το αυτοκρατορικό ζεύγος. Όχι επειδή ο αυτοκράτορας Γι αγαπούσε την γυναίκα του και ζήλευε να την βλέπει με άλλον, κάθε άλλο καθώς ήταν γνωστό πως ο γάμος τους έγινε μόνο και μόνο για να χαροποιήσουν τον ετοιμοθάνατο τότε πατέρα του αυτοκράτορα. Όλοι οι στρατηγοί το γνώριζαν αυτό όπως και γνώριζαν την εμμονή του αυτοκράτορα να αντιγράφει τις συνήθειες του μικρού του αδελφού και το αντίστροφο. Μερικές φορές νιώθω πως συμπεριφέρονται χειρότερα και από τον γιό του εστεμμένου πρίγκιπα που είναι ψυχικά άρρωστος και ενώ είναι κοτζάμ άνδρας συμπεριφέρεται σαν ένα αθώο πεντάχρονο αγόρι. Είναι τυχερός που είναι ο ευνοούμενος του αυτοκράτορα Γι καθώς με την Ζάο Μιν για μητέρα λίγα θα ήταν τα ψωμιά του, αναλογίστηκε ο στρατηγός καθώς έφτανε στο κέντρο της αγοράς. Ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που δύσκολα θα έβρισκε τον στόχο του. Έπειτα από λίγο ψάξιμο ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν με την άκρη των γατήσιων ματιών του είδε ένα αμενόρι. Γεμάτος περιέργεια έστρεψε προς την μεριά όπου το είχε δει τότε ήταν που έκπληκτος αντίκρισε το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ του!

© 05/08/2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...