Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 1, μέρος 2)

 

Όταν έφτασε η ώρα να αποχωρήσουν για την εκκλησία λίγο πριν μπει ο Ιάσωνας στο αυτοκίνητο του Χου ο παππούς του τον σταμάτησε για να του δώσει ένα μικρό ξύλινο κουτί,

«Τι είναι αυτό παππού;» τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια καθώς το περιεργαζόταν,

«Είναι ένα οικογενειακό κειμήλιο το οποίο περνάει στην οικογένεια μας από γενιά σε γενιά» άρχισε να λέει καθώς άνοιγε το κουτί αποκαλύπτοντας μια υπέροχη κινέζικη βελόνα για τα μαλλιά που έμοιαζε με ένα κλαδάκι τριανταφυλλιάς με ανθισμένα λουλούδια. Ήταν κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από τζέιντ, ένα πέτρωμα το οποίο βρισκόταν μόνο στην Κίνα. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα του εγγονού του πρόσθεσε, «Ο μύθος της οικογένειας μας λέει ότι κάποτε ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο πρόγονος μας ταξίδευσε για άγνωστο λόγο στην τότε αυτοκρατορία της Κίνας. Τα ίχνη του είχαν χαθεί για αρκετά χρόνια. Όμως μια ημέρα εμφανίστηκε άξαφνα και ως δια μαγείας μπροστά στους μαθητές του κρατώντας στην αγκαλιά του μόνο δύο πράγματα, ένα δίχρονο αγοράκι το οποίο αναγνώρισε ως γιό του και αυτό το κειμήλιο. Τους πρόσταξε λοιπόν να προστατέψουν με την ζωή τους τον γιό του και τους απογόνους του. Λίγο πριν εξαφανιστεί από μπροστά τους τούς όρκισε να μην ανοίξει κανείς το κουτί αν ο γιός του δεν έχει ενηλικιωθεί»,

«Γιατί;» τον ρώτησε ο Ιάσωνας γεμάτος περιέργεια,

«Επειδή αυτό το κειμήλιο είναι μαγικό και αν πέσει σε λάθος χέρια τότε μπορεί να έρθει το τέλος όχι μόνο της Γης αλλά και του Υιαβάρ ενός πλανήτη που βρίσκεται στον γαλαξία της Ανδρομέδας»,

«Παππού τι είναι αυτά που λες; Δεν υπάρχει ούτε μαγεία ούτε αυτός ο πλανήτης που λες. Νομίζω πως…»,

«Αχ! Τα ίδια έλεγε και ο πατέρας σου όταν του είπα τον μύθο της οικογένειας μας και τώρα η ψυχή του δεν μπορεί να πάει σε αυτόν τον πλανήτη» μουρμούρισε αναστενάζοντας κουρασμένα ο ηλικιωμένος άνδρας διακόπτοντας τον εγγονό του. Λίγο πριν μπει στο ταξί ενός γνωστού τους που θα παραλάμβανε το ηλικιωμένο ζευγάρι μουρμούρισε, «Πρέπει οπωσδήποτε στον γάμο σου να το φορέσεις. Πάρε το ως τη τελευταία επιθυμία ενός γέρου άνδρα που βρίσκεται στα τελευταία του» και με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε μέσα στο ταξί.

«Όλα εντάξει;» τον ρώτησε ανήσυχος ο φίλος του βλέποντας τον σκεπτικό,

«Ναι, δεν είναι τίποτα» αποκρίθηκε ο Ιάσωνας,

«Σίγουρα;»,

«Μμ! Έλα να ξεκινήσουμε γιατί όπως πάμε στο τέλος θα φτάσω πιο αργά ακόμη και από την νύφη» αποκρίθηκε αστειευόμενος καθώς έμπαινε στην Alfa Romeo 156 του κολλητού του για να πάνε στον Παλαιό ναό όπου θα τελούνταν ο γάμος. Μόλις έφτασαν ο Χου βλέποντας τον αγχωμένο έβαλε τα γέλια,

«Έλα τώρα! Ήσουν μαζί της πέντε χρόνια πριν της κάνεις πρόταση γάμου, μην μου μείνεις τώρα στα χέρια»,

«Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μου λέει να φύγουμε γρήγορα από εδώ»,

«Τυπικά λόγια άνδρα όταν φτάνει στην εκκλησία να παντρευτεί. Μόλις δεις την νύφη όμως είμαι σίγουρος πως δεν θα περιμένεις την στιγμή για την πρώτη νύχτα του γάμου…»,

«Χου! Δεν είναι αυτό, απλώς με επηρέασαν τα λόγια που μου είπε ο παππούς πριν φύγουμε από το σπίτι» τον κατσάδιασε,

«Τι σου είπε;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια βλέποντας τον τόσο σοβαρό,

«Έναν περίεργο οικογενειακό θρύλο που σχετίζεται με το αντικείμενο που είναι μέσα σε αυτό το ξύλινο κουτί» απάντησε ο νεαρός γαμπρός την ώρα που του φανέρωνε το περιεχόμενο του. Μόλις το αντίκρισε ο φίλος του γούρλωσε τα μάτια και αναστατωμένος έκλεισε με δύναμη το καπάκι μουρμουρίζοντας χαμένα,

«Δεν είναι δυνατόν!»,

«Χου;»,

«Φόρεσε την! Να μην την βγάλεις καθόλου σήμερα από τα μαλλιά σου»,

«Δεν καταλαβαίνω…»,

«Δεν έχω πλέον τον χρόνο να σου εξηγήσω να ξέρεις όμως ότι είμαι, ήμουν και θα είμαι ευτυχισμένος που σε γνώρισα» τον διέκοψε αναστατωμένος,

«Το λες σαν να είμαι έτοιμος να εξαφανιστώ» αποκρίθηκε προβληματισμένος,

«Μακάρι να γινόταν αυτό αντί για…»,

«Εδώ είσαι αγόρι μου; Μα καλά γιατί δεν μπαίνεις μέσα;» τον διέκοψε ένας κοντόχοντρος μεσήλικας άνδρας. Ήταν ο πατέρας της νύφης ο κύριος Σωτήρης. Όταν ο φίλος του τον είδε να πλησιάζει άρπαξε το κουτί που περιείχε το οικογενειακό κειμήλιο της οικογένειας του Ιάσωνα και του φόρεσε την ανεκτίμητης αξίας κινέζικη καρφίτσα στα καστανά μαλλιά του τα οποία ήταν δεμένα σε μια μικρή αλογοουρά. Ο νεαρός άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά πριν κατορθώσει να αρθρώσει λέξη ο κουμπάρος του σαν να μην συνέβη τίποτα αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο στον νεοφερμένο καθώς έβγαινε από το αμάξι,

«Εγώ φταίω κύριε Σωτήρη, ήθελα να βεβαιωθώ πως ο γαμπρός δεν ξέχασε τις βέρες» και χωρίς να πει τίποτα άλλο τον προσπέρασε για να μπει μέσα στην εκκλησία.

«Χρυσό παιδί! Μακάρι η φίλη της κόρης μου να ήταν τόσο μεθοδική, από το πρωί όλο λάθη κάνει. Αλλά δεν πειράζει! Λογικό είναι να έχει άγχος, η καλύτερη της φίλη παντρεύεται, όλα πρέπει να είναι τέλεια» άρχισε να πολυλογάει ο πατέρας της νύφης καθώς συνόδευε τον οσονούπω γαμπρό του στο εσωτερικό του ναού όπου τον περίμεναν οι καλεσμένοι. Ο Ιάσωνας όμως δεν έδωσε σημασία σε κανέναν καθώς ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του,

Τι ήταν αυτό που ήθελε να μου πει ο Χου πριν μας διακόψει ο κύριος Σωτήρης; Φαινόταν να ξέρει και εκείνος τι είναι αυτή η καρφίτσα που μου έδωσε ο παππούς μου. Άραγε ξέρει και η γιαγιά για αυτόν τον θρύλο της οικογένειας μας;

«Η νύφη έφτασε!» ακούστηκε να λέει κάποιος από το πλήθος και τα επιφωνήματα θαυμασμού που ακούστηκαν αμέσως μετά τον έκαναν να κοιτάξει προς την είσοδο του ναού. Μόλις αντίκρισε την μέλλουσα γυναίκα του μες το νυφικό της ξέχασε τα πάντα για θρύλους και μυστήρια το μόνο που του περνούσε από το μυαλό ήταν πόσο τυχερός ήταν που επιτέλους παντρευόταν την εκλεκτή της καρδιάς του. Η Άννα φορούσε ένα υπέροχο αέρινο νυφικό με ανοιχτή πλάτη και αέρινα μανίκια που έπεφταν σαν καταρράκτης ως το δάπεδο της εκκλησίας. Το νυφικό αυτό ήταν δημιουργία του οίκου μόδας «LUSSANO». Τα ολόμαυρα μαλλιά της τα οποία ήταν χτενισμένα σε έναν ανάλαφρο νυφικό κότσο διακοσμούνταν με μια χτένα μαλλιών στο σχήμα δύο βελούδινων κόκκινων τριαντάφυλλων όπου αριστερά και δεξιά πλαισιωνόταν από δύο ολόχρυσα κλαδιά που έφεραν διαμαντένια φύλλα. Το κέντρο δε των λουλουδιών ήταν από ολόχρυσες πέρλες. Η χτένα αυτή ήταν το δώρο του την ημέρα που της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η γιαγιά του τού είχε πει πως άνηκε στην μητέρα του και εκείνος θεώρησε, από τα λίγα που ήξερε για εκείνη πως θα χαιρόταν εκεί ψηλά αν έβλεπε το ταίρι του γιού της με την συγκεκριμένη χτένα. Τα πράσινα μάτια της που έλαμπαν εκείνη τη στιγμή από χαρά τονίζονταν υπέροχα με τις σαμπανιζέ και πορτοκαλί αποχρώσεις του μακιγιάζ της που ήταν τόσο προσεγμένο που έμοιαζε με φυσικό. Στα χέρια της κρατούσε, ύστερα από δική της επιθυμία, μια ανθοδέσμη δώδεκα μεγάλων κόκκινων τριαντάφυλλων. Όταν ο πατέρας της την είδε την πλησίασε και όπως έλεγε το έθιμο του την παρέδωσε δίνονταν τις καλύτερες ευχές του στο ζευγάρι. Μόλις απομακρύνθηκε από κοντά τους ο παπάς άρχισε να τελεί το μυστήριο. Όλα πήγαιναν υπέροχα μέχρι την στιγμή που ο κουμπάρος έπρεπε να τους βάλει τα στέφανα καθώς εκείνη την ώρα η πόρτα του ναού άνοιξε διάπλατα με τόση δύναμη που ήταν σαν κάποιος να την κλώτσησε με πολύ μίσος. Όλοι τότε γύρισαν το βλέμμα τους προς τα εκεί, αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να παγώσουν από τον φόβο τους καθώς στην είσοδο της πύλης του ναού στεκόταν τρεκλίζοντας από το ποτό ένας άνδρας ο οποίος κρατούσε στο χέρι του ένα ολόμαυρο πιστόλι.

«Νίκο!» αναφώνησε τρομαγμένη η Άννα, «Τι κάνεις εδώ; Πέτα το πιστόλι αμέσως κάτω, δεν είναι παιχνίδι! Μπορεί να χτυπήσεις κάποιον»,

«Ήρθα να δω ποιος είναι αυτός για τον οποίο με παράτησες» αποκρίθηκε έξαλλος ο άνδρας καθώς πλησίαζε το ζευγάρι. Ο Ιάσωνας θέλοντας να προστατέψει την αγαπημένη του από αυτόν τον τρελό μπήκε μπροστά της. Ταυτόχρονα ο Χου που ήταν δίπλα του μουρμούρισε σιγανά κάτι στα κινέζικα. Δεν ήξερε και πολλά για την συγκεκριμένη γλώσσα αλλά του φάνηκε πως ήταν ένα είδος προσευχής.

«Φίλε, καταλαβαίνω ότι θύμωσες που η κοπέλα με την οποία είσαι ερωτευμένος παντρεύεται κάποιον άλλο αλλά σε είχε ήδη χωρίσει όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε…» προσπάθησε να τον λογικέψει αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον εκνευρίσει ακόμα πιο πολύ,

«Πάψε! Τι έχει ένα ορφανό σαν και εσένα που δεν το έχω εγώ; Έχω χρήματα με το τσουβάλι, έχω την πιο όμορφη βίλλα στην Εκάλη! Εσύ τι έχεις εκτός από το ματζαφλάρι σου;»,

«Αρκετά Νίκο! Νομίζω ήρθε η ώρα να φύγεις» ακούστηκε να λέει η φωνή του Μάρκου καθώς με αργές κινήσεις σαν να ήταν ο μεθυσμένος άντρας κάποιο ανήμερο θηρίο τον πλησίασε με τον δίδυμο αδελφό του,

«Μην μας αναγκάσεις να πάρουμε την αστυνομία και να αμαυρώσουμε την υπόληψη της οικογένειας σου» πρόσθεσε ο Τάσος. Προσπάθησαν να του πάρουν το όπλο ήρεμα χωρίς να τον ταράξουν. Φαινόταν να τα καταφέρνουν να τον πείσουν αλλά ξαφνικά σαν να δαιμονίστηκε ούρλιαξε,

«Θα φύγω μόλις στείλω στον διάολο αυτόν τον μπάσταρδο!» και πριν προλάβουν να τον σταματήσουν πάτησε την σκανδάλη του όπλου το οποίο πυροβόλησε στην καρδιά του Ιάσωνα σκοτώνοντας τον ακαριαία. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του ήταν ένα περίεργο σύννεφο καπνού να εμφανίζεται γύρω από τον δολοφόνο του σαν να τον έλεγχε.

©01/03/2022

4 σχόλια:

  1. Πολύ ωραία η πλοκή της ιστορίας και πολύ ενδιαφέρουσα,με πολλές ανατροπές και μυστικά, ανυπομονώ για την συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ζωντανές οι περιγραφές σου!δίνουν τη δυνατότητα στο δέκτη να σχηματίσει εικόνες των γεγονότων κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης!και το τέλος απρόσμενο και εντυπωσιακό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι που σου άρεσε

      Διαγραφή

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...