Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

 Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε το στόμα του για να ξανακάνει την ερώτηση αλλά ο μεγάλος του αδελφός τον πρόλαβε,

«Είσαι μικρός ακόμα για να ξέρεις τι είναι αυτά τα πράγματα» αποκρίθηκε χαμογελώντας πονηρά,

«Πρέπει να κάνω επειγόντως μια συζήτηση με τον πατέρα σου» αποκρίθηκε η μητέρα του νευριασμένη καθώς έβγαινε φουριόζα από το δωμάτιο,

«Είπα κάτι κακό;» ρώτησε ο μικρός Φανκ φοβισμένος με την αντίδραση της μητέρας του,

«Όχι μικρό μου ρόδο αλλά κάποια πράγματα πρέπει να τα μαθαίνεις στην ώρα τους» αποκρίθηκε χαμογελώντας και παίρνοντας τον από το χέρι τον οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Το τελευταίο που κατάφερε να ακούσει ο Φανκ πριν τελειώσει το όραμα ήταν ο πραγματικός κάτοχος του σώματος αυτού να μουρμουράει πως ποτέ δεν θα καταλάβαινε τους μεγάλους και ευθύς επανήλθε στην πραγματικότητα όπου ο στρατηγός Ζανγκ τον είχε ρωτήσει για την βεντάλια που κρατούσε η οποία ήταν ένα από τα θρυλικά όπλα των Σακούρ και σύμφωνα με το όραμα λεγόταν Λούμινους.

«Ναι, μου είχαν μιλήσει για αυτά αλλά όχι ο πατέρας αλλά ο μεγάλος μου αδελφός ο Λαν» με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, η Ξιάνκ στο άκουσμα του ονόματος του αδελφού τους χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή ενώ ο στρατηγός έκπληκτος αναφώνησε,

«Ο Δαίμονας του Σύμπαντος ήταν αδελφός σου;»,

«Δαίμονας του Σύμπαντος; Ο αδελφός μου ήταν ο Λαν…»,

«Γιν! Γιν Λαν, τον ίδιο λέμε! Ήμασταν συμμαθητές στην σέκτα Τιάν όπου εκεί εκπαιδεύονται οι καλύτεροι χρήστες του Ντάο. Ο αδελφός σου ήταν τόσο δυνατός που ξεπερνούσε σε δύναμη τους δασκάλους μας για αυτό και το παρατσούκλι. Ο μόνος που ήταν ισάξιος του ήταν ο ιδρυτής της συγκεκριμένης σέκτας, ο Γιέ Μίνγκ ο οποίος είχε και εκείνος στην κατοχή του ένα θρυλικό όπλο. Το μαστίγιο Σολ το οποίο λέγεται πως φτιάχτηκε από καθαρό και αγνό φως. Όταν αποφοιτήσαμε καταταχτήκαμε και οι δύο στον στρατό όπου έπειτα από αρκετά χρόνια καθήκοντος ο αυτοκράτορας έχρισε εμένα στρατηγό και εκείνον εκπαιδευτή. Στην τελετή που έγινε προς τιμήν μας ήμασταν τόσο χαρούμενοι που κανείς μας δεν είχε συνειδητοποιήσει πως σε λίγες ημέρες θα έσβηναν τα χαμόγελα μας. Μια ημέρα πήγαινα να επισκεφτώ τον αδελφό σου καθώς ήταν τα γενέθλια του και είχαμε αποφασίσει από την προηγούμενη να το γιορτάζαμε στο πιο δημοφιλές πορνείο της πόλης. Όμως μερικά μέτρα πριν φτάσω είδα καπνό να ανεβαίνει από την περιοχή που ήταν το εκπαιδευτήριο και πολίτες να τρέχουν πανικόβλητοι. Αμέσως κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε και έτρεξα προς τα εκεί που προερχόταν ο καπνός. Με τρόμο διαπίστωσα πως το εκπαιδευτήριο καιγόταν ολόκληρο. Μάταια προσπαθούσαμε να το σβήσουμε, είχε καεί συθέμελα. Όταν έσβησε και η τελευταία πυρά φωτιάς αρχίσαμε να ανασέρνουμε από τα συντρίμμια τα καμένα κουφάρια όσων δεν είχαν προλάβει να βγουν έγκαιρα έξω από το κτήριο. Εκείνη την ημέρα ο λαός μας έπαθε ένα βαρύ πλήγμα καθώς περίπου οι μισοί ελίτ εκπαιδευόμενοι, τους οποίους εκπαίδευε προσωπικά ο αδελφός σου ήταν νεκροί. Όταν ρώτησα τι απέγινε ο Λαν ένας από τους νεαρούς που είχε καταφέρει να βγει έγκαιρα από την φωτιά είπε πως όταν προσπάθησε να πείσει τον δάσκαλο τους να βγει έξω εκείνος αρνήθηκε λέγοντας πως δεν θα έβγαινε αν δεν κατάφερνε να βγάλει έξω όλους τους εκπαιδευόμενους. Ένας άλλος είπε πως μια ώρα πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά ένας κουκουλοφόρος άνδρας είχε ζητήσει να τον δει. Ο αδελφός σου δεν δέχτηκε και λογομάχησαν άγρια. Τόσο άγρια που αναγκάστηκε ένας άλλος εκπαιδευτής να παρέμβει. Όταν βρήκα τον συγκεκριμένο εκπαιδευτή μου επιβεβαίωσε πως όντως είχε γίνει ο καβγάς. Μάλιστα μου εκμυστηρεύτηκε πως παρόλη την εκπαίδευση που είχε δεχθεί εκείνη την στιγμή φοβήθηκε καθώς όταν ζήτησε από τον άγνωστο να αποχωρήσει ένιωσε πως ο άνδρας αυτός εξέπεμπε μια σκοτεινή αύρα η οποία επιδεινώθηκε όταν τον είδε να κρατάει από τους ώμους τον αδελφό σου για να τον πάει μέσα…»,

«Αυτό το τέρας σκότωσε τον αδελφό μας και είναι ακόμα ελεύθερος!» διέκοψε θυμωμένη η Ξιάνκ που με το ζόρι συγκρατιόταν να μην υψώσει τον τόνο της φωνής της στον στρατηγό,

«Αρχόντισσα μου σας ορκίζομαι πως δεν σταμάτησα να ψάχνω αλλά δεν…» άρχισε να λέει προσπαθώντας να την καθησυχάσει αλλά ο Φανκ καταλαβαίνοντας πως κάτι έκρυβε τον διέκοψε,

«Λες ψέματα! Ξέρεις πολλά περισσότερα από ότι μας λες αλλά για κάποιο λόγο φοβάσαι. Γιατί; Μήπως αυτός που σκότωσε τον αδελφό μου ήταν κάποιος που μένει στο παλάτι;» ρώτησε εύστοχα καθώς ο στρατηγός πάνιασε αμέσως,

«Όχι, άρχοντα μου! Κανείς από την αυτοκρατορική οικογένεια δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο»,

«Τότε πες μας ποιος είναι! Σε παρακαλώ Σιχ πρέπει να ξέρω!» αποκρίθηκε κοιτάζοντας τον Σιχόνγκ με βλέμμα μικρού κουταβιού κάνοντας τον συνομιλητή του να μην έχει πλέον την ψυχική δύναμη να το κρύβει άλλο. Έτσι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ο Σιχόνγκ άνοιξε το στόμα του και εξομολογήθηκε ότι είχε μάθει από την έρευνα του,

«Ο άνδρας που υποτίθεται πως σκότωσε τον αδελφό σας, λέω υποτίθεται γιατί δεν βρέθηκε ποτέ η σορός του, ήταν ο μοναχογιός της ιδρύτριας της Δαιμονικής σέκτας, της Λιάο Ζαν…»,

«Ο Γι Γιουχάν! Έπρεπε να το είχα καταλάβει!» τον διέκοψε έξαλλη η Ξιάνκ, «Τώρα θα δείξω σε αυτόν τον δανδή τι παθαίνουν όσοι πειράζουν κάποιο μέλος από την οικογένεια μας» πρόσθεσε καθώς έκανε να φύγει αλλά ευτυχώς ο Φανκ και ο Μεϊμάρ ο οποίος όλη αυτή τη ώρα παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει την συγκράτησαν,

«Τι πας να κάνεις;» την ρώτησε έντρομος,

«Τι εννοείς τι πάω να κάνω; Πάω να εκδικηθώ τον χαμό του αδελφού μας» αποκρίθηκε η νεαρή κοπέλα υψώνοντας του τη φωνή,

«Η οικογένεια αυτή είναι επικίνδυνη! Δεν είναι να τα βάζεις με τους ιδρυτές της καλύτερης σχολής του μονοπατιού μαγείας Γιν/Γιανγκ ειδικά αν ένα μέλος τους έχει δημιουργήσει μια δαιμονική καρδιά» αποκρίθηκε έντρομος ο Σιχόνγκ καθώς προσπαθούσε να την λογικέψει,

«Μα…» άρχισε να λέει εκείνη αλλά ο Φανκ την διέκοψε,

«Αδελφή σε παρακαλώ μην πας! Δεν θα αντέξω να χάσω άλλο μέλος της οικογένειας μου» στο άκουσμα των λέξεων αυτών η κοπέλα κοκάλωσε αμέσως και γεμάτη τύψεις τον αγκάλιασε ζητώντας του συγνώμη και πως δεν θα τον άφηνε ποτέ. Την ώρα που ηρέμησαν όλοι η Ζιχούα τους πλησίασε για να αναφέρει πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Μαζί της ήταν ο Λούογιανκ και ο Ρου ο οποίος σαν μαμά χήνα έτρεξε κοντά στον άρχοντα του και εξετάζοντας τον από πάνω μέχρι κάτω αναφώνησε,

«Είστε καλά; Έμαθα από τον Τσιν πως σας επιτέθηκε μια ορδή από δαίμονες! Τι σκεφτόσασταν όταν κατεβήκατε στην αγορά χωρίς να πάρετε μαζί σας τουλάχιστον έναν από εμάς;» τον κατσάδιασε,

«Είμαι καλά Ρου μην ανησυχείς! Δεν ήταν και ορδή, όπως πάντα ο Τσιν τα παραλέει. Τέσσερις δαίμονες ήταν εκ των οποίων με τον ένα… ας πούμε πως συνδέθηκα μαζί του…»,

«Τι πράγμα;» τον διέκοψε έντρομος ο σωματοφύλακας. Ο Φανκ έκανε να απαντήσει αλλά ο Λούογιανκ αναφώνησε έξαλλος,

«Πως μπορέσατε να κάνετε τέτοιο πράγμα; Το ξέρετε πως θα μπορούσατε αυτή τη στιγμή να ήσασταν νεκρός; Είναι θαύμα που ζείτε έπειτα από την σύνδεση! Κανένας Σακούρ δεν έχει επιζήσει τις λιγοστές φορές που οι δαίμονες προσπάθησαν να…να…» Πρώτη φορά ο Φανκ είδε τον συγκεκριμένο σωματοφύλακα να χάνει τα λόγια του σαν να ανησυχούσε πραγματικά για εκείνον. Περίεργο κανονικά θα έπρεπε να λυπόταν που δεν πέθανα, αναλογίστηκε ο άρχοντας παραξενευμένος μην γνωρίζοντας πως την ίδια ώρα στο μυαλό του Λούογιανκ γινόταν ένας πόλεμος συναισθημάτων. Από την μια ήταν θυμωμένος που ο πρωτότοκος γιός του τέρατος που ήταν η αιτία να πεθάνει η μητέρα του επέζησε και από την άλλη ένιωσε ανακούφιση που επέστρεψε σώος και αβλαβής, Τι μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκε ο νόθος γιός του προηγούμενου πατριάρχη της οικογένειας Γιν καθώς κανονικά θα έπρεπε να νιώθει μόνο μίσος για τον Φάνκ όπως συνέβαινε πριν την απόπειρα δολοφονίας του άρχοντα αλλά αντ’αυτού ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μόνο στην ιδέα πως θα μπορούσε σήμερα να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά. Ήταν τόσο χαμένος στις σκέψεις του που δεν μπόρεσε να συνεχίσει την πρόταση του,

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς Λούογιανκ είμαι μια χαρά» αποκρίθηκε απαλά ο Φάνκ επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Έπειτα από αυτά τα λόγια όλοι εκτός από τον πρώην δαίμονα Ραν που ακόμα κοιμόταν στο δωμάτιο που του παραχωρήθηκε κίνησαν προς την τραπεζαρία για να φάνε. Εκεί ο Φάνκ ανακοίνωσε προς έκπληξη όλων πως θα γινόταν νόμιμα μέλος στο αυτοκρατορικό χαρέμι ύστερα από απαίτηση της αυτοκράτειρας Λίνγκζιν η οποία ανέθεσε στον στρατηγό Ζανγκ να τον προστατεύει μέχρι την ημέρα του γάμου. Αυτά τα λόγια όχι μόνο ξάφνιασαν τον Λούογιανκ όπως και όλους τους υπόλοιπους αλλά του προκάλεσαν ένα αίσθημα ζήλειας, Γιατί; Αν είναι ο στρατηγός Ζανγκ εδώ εγώ πως θα του χορηγώ το ναρκωτικό λουλαμπάι; Πως θα τον δολοφονήσω; Πως θα γίνω ο αρχηγός της οικογένειας και το πιο σημαντικό πως… πως θα τον βλέπω αν μετοικίσει στο παλάτι; Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Πρέπει να δράσω σήμερα το βράδυ πριν αυτός ο δαίμονας μου κλέψει την ψυχή, αναλογίστηκε αποφασισμένα καθώς προσπαθούσε να καταπνίξει το απαγορευμένο συναίσθημα, της αγάπης. Πίστευε πως τα είχε καταφέρει αλλά όταν ο Φανκ αποκρίθηκε πως θα πήγαινε ένα πιάτο φαΐ στον δαίμονα-αλεπού κυριεύτηκε ξανά από ζήλεια με αποτέλεσμα να προσφερθεί να τον συνοδεύσει. Ο Ρου μην έχοντας του εμπιστοσύνη αποκρίθηκε πως θα ήταν καλύτερα να συνοδεύσει εκείνος τον άρχοντα τους. Τα λόγια του εκνεύρισαν τόσο πολύ τον Λούογιανκ που θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να του πει τι ακριβώς πίστευε για εκείνον αλλά ευτυχώς ο Φανκ καταλαβαίνοντας πως η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αρχίσει να οξύνεται πρότεινε να έρθουν και οι δύο,

«Εννοείτε και οι τρεις!» τον διέκοψε ο στρατηγός καθώς σηκωνόταν και εκείνος από το τραπέζι, «Η αυτοκράτειρα μου ανέθεσε να σας προστατεύω μέχρι την τελετή και αυτό θα κάνω» πρόσθεσε αποφασιστικά μόλις είδε τον όμορφο νεαρό διστακτικό,

«Μα δεν θα απομακρυνθώ πολύ και το μόνο που θα κάνω είναι να προσφέρω λίγο φαγητό και νερό στον φιλοξενούμενο μου. Δεν νομίζω να χρειάζομαι τόσο μεγάλη συνοδεία»,

«Ποτέ δεν ξέρετε με τους δαίμονες» αποκρίθηκε με ένα ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση,

«Μα δεν είναι πλέον δαίμονας. Μετατράπηκε σε Σακούρ δεν νομίζω λοιπόν πως διατρέχω κίνδυνο» ψέλλισε αλλά στο τέλος δέχθηκε να τον ακολουθήσουν και οι τρεις σωματοφύλακες του. Θα ερχόταν μαζί τους και ο Τσιν αλλά ευτυχώς ο Φανκ τον ξεφορτώθηκε αναθέτοντας του να πάει να ταΐσει στον στάβλο της οικογένειας το αμενόρι. Έτσι με βαριά καρδιά ο ερωτοχτυπημένος υπηρέτης κίνησε να εκτελέσει τις διαταγές του αφεντικού του. Όταν έφτασαν μπροστά στην πόρτα του Ραν ο νεαρός με σιγανή φωνή παρακάλεσε τους σωματοφύλακες και τον Σιχ να κάνουν ησυχία για να μην τον τρομάξουν και έπειτα άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε μέσα σε ένα δωμάτιο το οποίο αν και είχε μόνο τα απαραίτητα έδειχνε από μακριά πως άνηκε σε ένα αρχοντικό. Πάνω στο όμορφο χειροποίητο ξύλινο κρεβάτι με τις παραμερισμένες μεταξένιες ημιδιάφανες κουρτίνες κείτονταν ένας πολύ όμορφος κοιμισμένος άνδρας. Τα πολύ μακριά λευκά μαλλιά του ξεχύνονταν σαν καταρράκτης πάνω στο μαξιλάρι και τα μαύρα ρούχα του έκαναν αντίθεση με την κουβέρτα που βρισκόταν ανέγγιχτη ακριβώς από κάτω από τον ωραίο κοιμώμενο. Βλέποντας πως ο φιλοξενούμενος του ακόμα κοιμόταν ο Φανκ χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο άφησε πολύ προσεκτικά τον δίσκο με το φαγητό στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι που υπήρχε στο δωμάτιο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...