Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 3)

 

Ο Ιομπχάρ κάνοντας πως δεν τον άκουσε πλησίασε τον Φάνκ και υποκλινόμενος αποκρίθηκε, «Άρχοντα μου συγχωρέστε τον μικρότερο αδελφό μου δεν…»,

«Δεν πειράζει και εγώ το ίδιο θα είχα κάνει στην θέση του. Δεν του κρατάω κακία καθώς από ότι καταλαβαίνω δεν ήμουν και ο καλύτερος αφέντης πριν πάθω την αμνησία. Μην ανησυχείτε όμως αυτό θα αλλάξει για πάντα! Μετά το φαγητό όποιοι από εσάς το επιθυμούν μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους» Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια όλοι ακόμα και ο Λουογιάνκ τον κοίταξαν σαν να τρελάθηκε. Αδιαφορώντας για τα βλέμματα όλο έκπληξη που ήταν στραμμένα πάνω του ο Φανκ πρόσθεσε κοιτάζοντας την αδελφή του, «Ξιάνκ θέλω να σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια»,

«Φυσικά αδελφούλη! Τι θες να μάθεις;» τον ρώτησε χαρούμενη η νεαρή κοπέλα βλέποντας τον να βοηθάει τον Ιομπχάρ να κάτσει. Μετά από μια σύντομη παύση ο άνδρας ρώτησε αυτό που τον τυραννούσε τόση ώρα,

«Ξιάνκ εσύ είσαι αυτή που με σκότωσε μαζί με τον εραστή σου;» η ερώτηση του έπεσε σαν βόμβα σβήνοντας το χαμόγελο από τα χείλια της. Σιωπή απλώθηκε στην ατμόσφαιρα και για μερικά λεπτά κανένας δεν μίλησε μέχρι που ο Φανκ καταλαβαίνοντας πως την έφερνε σε δύσκολη θέση πρόσθεσε, «Δεν χρειάζεται να απαντήσεις μάλλον…»,

«Ναι!» τον διέκοψε η κοπέλα ξαφνιάζοντας τον, «Ναι, εγώ και ο Μεϊμάρ προσπαθήσαμε να σε σκοτώσουμε! Αλλά Φανκ δεν μας άφησες άλλη επιλογή!» άρχισε να λέει κλαίγοντας και φέρνοντας κοντά της τον σκλάβο ο οποίος ήταν εκείνος που τον είχε βάλει μπροστά όταν είχε πρωτοφτάσει η ψυχή του σε αυτόν τον μαγικό κόσμο πρόσθεσε κοιτάζοντας στον στα μάτια με λατρεία, «Αγαπιόμαστε αδελφέ! Δεν με ενδιαφέρει αν είναι Κελκάρ ή Σακούρ! Στα μάτια μου όλοι ήμαστε ίσοι και θέλω να γίνει ο νόμιμος σύζυγος μου! Ξέρω πως ζητάω πολλά αλλά Φανκ δώσε μας την ευχή σου» αποκρίθηκε πέφτοντας στα γόνατα χωρίς να έχει σταματήσει στιγμή να κλαίει. Ο Μεϊμάρ πήγε τότε να την σηκώσει ανοίγοντας το στόμα του να της πει πως άδικα κατανάλωνε τα δάκρυα της και το σάλιο της για να βάλει λογική σε αυτό το τέρας αλλά η απάντηση του Φάνκ τον πάγωσε στην θέση του,

«Την έχεις Ξιάνκ! Έχεις την ευχή μου να παντρευτείς τον καλό σου! Φαίνεται έντιμο παιδί και πως σε αγαπάει πραγματικά» αποκρίθηκε καθώς την σήκωνε στα πόδια της. Η νεαρή κοπέλα τότε τον κοίταξε στα μάτια όπου έκπληκτη συνειδητοποίησε πως στο πρόσωπο του μεγάλου αδελφού της δάκρυα έτρεχαν από τα όμορφα καστανά μάτια του που της ανταπέδιδαν με αγάπη την ματιά που του έριξε, «Σε ευχαριστώ Ξιάνκ που με έσωσες από τον ίδιο μου τον εαυτό!» αποκρίθηκε ο νεαρός και κοιτάζοντας τον Μεϊμάρ που ακόμη δεν πίστευε, όπως και όλοι οι υπόλοιποι εκτός από τον τυφλό Κελκάρ ο οποίος χαμογέλασε κρυφά, αυτά που είχε ακούσει πρόσθεσε, «Νεαρέ έλα εδώ!» Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο άνδρας συνήλθε από την σαστιμάρα του και θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι άλλα τίποτα δεν βγήκε από τα χείλια του καθώς το βλέμμα που του έριξε ο αδελφός της αγαπημένης του δεν είχε ούτε ένα μικρό ψήγμα μίσους μέσα του, Αγάπη! Μόνο αγάπη υπάρχει! Αναλογίστηκε έκπληκτος καθώς τον πλησίασε επιφυλακτικά, «Δώσε μου το χέρι σου Μεϊμάρ» άκουσε τον Φανκ να λέει με τόση απαλή φωνή που δεν είχε ξανακούσει ποτέ άλλοτε να βγαίνει από τα χείλια του. Σαστισμένος υπάκουσε και προς μεγάλη του έκπληξη είδε να ενώνει το χέρι του με εκείνο της Ξιάνκ το οποίο κρατούσε από το άλλο χέρι. «Στην παραδίδω νεαρέ μου! Να μου την προσέχεις» αποκρίθηκε με τρυφερότητα ο αρχηγός της οικογένειας των Γιν αφήνοντας το νεαρό ζευγάρι και τους περισσότερους θεατές άφωνους από την αλλαγή του. Από όλους τους πιο πολύ ξαφνιασμένος ήταν ο Λούογιανκ ο οποίος τον κοιτούσε σαν κεραυνοβολημένος, Όχι! Δεν το ζω αυτό! Αν τους δώσει την ευχή του εγώ τι θα χρησιμοποιώ από δω και πέρα για να τον χειραγωγώ; Πρέπει να δρω κάποιον τρόπο να ρίξω αυτόν τον τιποτένιο Κελκάρ στα μάτια του! Αναλογίστηκε θυμωμένος καθώς άνοιξε το στόμα του που έσταζε φαρμάκι για να προκαλέσει χάος αλλά μόλις αντίκρισε το αθώο χαμόγελο του Φανκ τίποτα δεν μπόρεσε να βγει από τα χείλια του, Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι! Δείχνει τόσο χαρούμενος… Μα τι σκέφτομαι είναι ένας κακομαθημένος νεαρός που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να περνάει καλά! Ακόμα και αν άλλαξε παραμένει το αγαπημένο παιδί του άνδρα που κατέστρεψε την ζωή της μητέρας μου. Μπορεί να μην ζει πλέον αυτό το καθίκι αλλά θα πάρω εκδίκηση από τα παιδιά του. Αναλογίστηκε καθώς αναφωνούσε πως το φαγητό θα κρύωνε. Όσην ώρα τρώγανε όλοι και συζητούσαν αρμονικά μεταξύ τους, το οποίο ήταν πρωτοφανές ο Λούογιανκ έπιανε πολλές φορές τον εαυτό του να παρατηρεί τον ετεροθαλή αδελφό του. Προσπαθούσε να βρει κάτι να πετάξει ώστε να χαλάσει αυτή τη παραφροσύνη η οποία επικρατούσε και τότε το βρήκε, πως θα φαινόταν στον Φανκ αν μάθαινε πως ο Μεϊμάρ ήταν γόνος μιας πλούσιας οικογένειας που φημίζονταν στην χώρα των Κελκάρ, την Ινγκλάρ για τους χρήστες σκοτεινής μαγείας; Ναι, αυτό σίγουρα θα σπείρει ξανά την διχόνοια ανάμεσα στα δύο αδέλφια, αναλογίστηκε καθώς ξεκίνησε να λέει,

«Άρχοντα μου…» αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα παραπάνω ακούστηκε να χτυπάει κάποιος απαλά την πόρτα της τραπεζαρίας. Αμέσως ο Φανκ αποκρίθηκε όλο ευγένεια,

«Παρακαλώ περάστε!» Μόλις τελείωσε την πρόταση του ο Ξιόγκ Τσιν μπήκε μέσα στην αίθουσα. Μόλις αντίκρισε την πρωτάκουστη αρμονία που επικρατούσε στον χώρο για μερικά λεπτά απέμεινε να χάσκει ξαφνιασμένος. Καταλαβαίνοντας την έκπληξη του ο Φανκ χαμογελώντας εξήγησε, «Αποφάσισα πως δεν θέλω να είμαι ο κακός της υπόθεσης οπότε θέσπισα έναν καινούργιο νόμο στην οικογένεια, οι υπηρέτες και οι σκλάβοι όχι μόνο θα μπορούν να τρώνε την ίδια ώρα με την οικογένεια αλλά θα μπορούν να κάθονται και μαζί της. Επίσης αποφάσισα να ελευθερώσω τους σκλάβους, μπορούν από αύριο όποιος θέλει να γυρίσει στην πατρίδα του» Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο νεαρός Σακούρ χαρούμενος υποκλίθηκε,

«Το ήξερα ότι δεν ήσασταν κακό άτομο» αποκρίθηκε,

«Σε ευχαριστώ που πίστεψες σε εμένα! Ά Τσιν παραλίγο να το ξεχάσω. Επειδή η αδελφή μου θέλει να παντρευτεί τον καλό της θα ήθελα να τους κάνω τον πιο όμορφο γάμο που έχουν ονειρευτεί αλλά λόγο της αμνησίας φοβάμαι μην τα θαλασσώσω. Μήπως θα μπορούσες να το αναλάβεις εσύ;» αποκρίθηκε καθώς του χάριζε ένα κολακευτικό χαμόγελο. Τα λόγια αυτά ξάφνιασαν ευχάριστα τον υπηρέτη που ανταποδίδοντάς το αποκρίθηκε,

«Φυσικά άρχοντα μου! Αφήστε το σε εμένα, θα κανονίσω τα πάντα ώστε η αρχόντισσα Ξιάνκ και ο μελλοντικός άρχοντας Μεϊμάρ να έχουν τον γάμο που επιθυμούν» Ακούγοντας ο νεαρός Κελκάρ τον υπηρέτη να τον αποκαλεί άρχοντα τρομαγμένος κρυφοκοίταξε τον αδελφό της αγαπημένης του αλλά εκτός από αγάπη δεν εντόπισε τίποτα άλλο να καθρεφτίζεται στα μάτια του κάτι που τον εξέπληξε. Περίεργο! Πριν γίνει η απόπειρα δολοφονίας ούτε που ήθελε να με βλέπει και τώρα… Ίσως ήταν καλό που έπαθε αμνησία, αναλογίστηκε καθώς συνέχισε να καταναλώνει το φαγητό του.

«Άρχοντα μου ήρθα να σας ενημερώσω πως το μπάνιο σας με τα αρωματικά έλαια και τα θεραπευτικά βότανα είναι έτοιμο» αποκρίθηκε την ίδια ώρα ο πιστός υπηρέτης του Φανκ,

«Α σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Έρχομαι αμέσως!» του απάντησε κεφάτα ο καστανομάλλης νεαρός. Την ώρα που πήγε να σηκωθεί συνειδητοποίησε πως όλοι πήγαν να τον μιμηθούν. Γελώντας με αυτή τους την αντίδραση πρόσθεσε, «Δεν χρειάζεται να διακόψετε το γεύμα σας αν δεν είστε ακόμα χορτάτοι»,

«Μα άρχοντα μου εγώ και ο Ρου ήμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε μαζί σας για να σας προστατεύουμε» αποκρίθηκε ο Λουογιάνκ την ώρα που υποκλινόταν για να κρύψει ένα χαιρέκακο χαμόγελο καθώς σκεφτόταν πως θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να βάλλει λόγια στον Φανκ αν είναι μπροστά λιγότερα άτομα. Όμως η απάντηση τού τον άφησε για ακόμα μια φορά άφωνο,

«Ευχαριστώ αλλά δεν νομίζω πως χρειάζομαι ακόμα και στο μπάνιο συνοδεία» αποκρίθηκε κοκκινίζοντας ελαφρά από ντροπή καθώς μόλις είχε θυμηθεί πως στην αρχαία Κίνα οι άρχοντες και ο αυτοκράτορας είχαν υπηρέτριες για να τους πλένουν και να τους ντύνουν. Αν οι Σακούρ μοιάζουν τόσο πολύ με τον λαό των αρχαίων κινέζων τότε υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να έχουν κοινό και αυτό! Θεέ μου! Πόσο ντρέπομαι, αναλογίστηκε καθώς προσπαθούσε να κρύψει την νευρικότητα του. Πίστευε πως τα είχε καταφέρει αλλά η ερώτηση που του έκανε ο Τσιν όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από τους υπόλοιπους μαρτυρούσε πως τουλάχιστον ο υπηρέτης είχε αντιληφθεί την αλλαγή της συμπεριφοράς του,

«Άρχοντα μου μήπως ντρέπεστε;» τον ρώτησε συνωμοτικά χαρίζοντας του ένα ευδιάθετο χαμόγελο,

«Εγώ…» άρχισε να λέει ο νεαρός κατακόκκινος από ντροπή αλλά το τρέμουλο δεν τον άφησε να συνεχίσει,

«Μην φοβάστε! Δεν χρειάζεται μπουν στο δωμάτιο σας οι υπηρέτριες»,

«Αλήθεια; Γίνεται;» τον ρώτησε σαν μικρό παιδάκι κάνοντας τον συνομιλητή του να βάλλει τα γέλια,

«Μα φυσικά! Μπορώ να σας βοηθήσω εγώ»,

«Εσύ;» αναφώνησε έκπληκτος,

«Φυσικά! Είμαστε και οι δύο άντρες δεν πιστεύω να ντρέπεστε και εμένα» αποκρίθηκε πειράζοντας τον,

«Όχι!» αποκρίθηκε γρήγορα καθώς αναλογιζόταν πως θα ήταν σαν τον στρατό όπου όλοι οι στρατιώτες έκαναν μαζί μπάνιο, «Σε ευχαριστώ» πρόσθεσε πιο ήρεμα,

«Δεν κάνει τίποτα άρχοντα μου είναι καθήκον μου να σας υπηρετώ και…» πηγαίνοντας πιο κοντά του ψιθύρισε στο αυτί του Φανκ «…να σας υπακούω» Για λίγο ο νεαρός ξαφνιάστηκε καθώς θα έπαιρνε όρκο πως τα τελευταία λόγια που μουρμούρισε ο υπηρέτης στο αυτί του είχαν μια περίεργη χροιά, Μπα η ιδέα μου θα ήταν, αναλογίστηκε καθώς ακολουθούσε τον Τσιν αμίλητος. Όταν έφτασαν στο δωμάτιο που είχε ξυπνήσει, το οποίο μόλις συνειδητοποίησε πως ήταν ο προσωπικός του χώρος, ο υπηρέτης αποκρίθηκε δείχνοντας ένα άνοιγμα στο δωμάτιο το οποίο ήταν καλυμμένο με ένα αραχνοΰφαντο ημιδιαφανές ύφασμα που έμοιαζε με μετάξι, «Από εδώ άρχοντα μου» και παραμερίζοντας το ύφασμα μπήκε μέσα. Ο Φανκ ακολουθώντας τον αντίκρισε έκπληκτος έναν ελάχιστα πιο μικρό χώρο από εκείνον της κρεβατοκάμαρας τού όπου τα τρία τέταρτα του τα καταλάμβανε ένα υπέροχο λουτρό το οποίο ήταν γεμάτο με αχνιστό νερό ενώ από τα έλαια που αυτό περιείχε εξέπεμπε μεθυστικά αρώματα τα οποία δεν είχε ποτέ του ξαναμυρίσει και διάφορα περίεργα βότανα βρίσκονταν στην επιφάνεια του νερού που δεν είχε αντικρίσει ποτέ ξανά στην ζωή του. Είμαι όντως σε κάποιον άλλον κόσμο! Αναλογίστηκε για πολλοστή φορά έκπληκτος ο νεαρός καθώς άρχισε να γδύνεται. Μόλις έπεσε στο πάτωμα και το τελευταίο ρούχο και ενώ ο Τσιν έβλεπε αν το νερό ήταν στην κατάλληλη θερμοκρασία τέσσερις νεαρές γυναίκες με αποκαλυπτικά φορέματα εμφανίστηκαν από το πουθενά ή έτσι τουλάχιστον φάνηκε στον Φανκ ο οποίος τρομαγμένος τσίριξε σαν μικρό κοριτσάκι. Ο υπηρέτης ακούγοντας την κραυγή γύρισε να δει τι συνέβαινε. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο όμορφος άνδρας τον άρπαξε και τον έβαλε μπροστά του για να κρύψει ντροπιασμένος την γύμνια του από τις γυναίκες που είχαν εμφανιστεί στο δωμάτιο. Αμέσως ο Τσιν καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί εξήγησε με ένα χαμόγελο σε μια από τις κοπέλες η οποία φαινόταν πως ήταν η αρχηγός της ομάδας,

«Συγνώμη Φανγκχούα αλλά ο άρχοντας έχασε την μνήμη του»,

«Ω! Τότε εξηγείται γιατί έβαλε τις φωνές μόλις μας είδε» του απάντησε η μαυρομάλλα κοπέλα και απευθυνόμενη προς το αφεντικό της πρόσθεσε με φωνή όλο λαγνεία, «Μην ανησυχείτε άρχοντα μου! Με εμάς είστε στα καλύτερα χέρια» Άρχισε τότε να τον πλησιάζει αλλά ο ξανθός υπηρέτης την σταμάτησε,

«Φανγκχούα ο άρχοντας βρίσκεται ακόμα σε σύγχυση για αυτό σε παρακαλώ πολύ αυτές τις ημέρες μέχρι να συνέλθει θα ήθελα να πάρεις τις «φίλες» σου και να φύγετε από την οικία. Όταν ο άρχοντας χρειαστεί τις «υπηρεσίες» σας θα έρθω στον οίκο ανοχής που δουλεύετε να σας φωνάξω»,

«Ούμφ! Στις ημέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις μια καλή δουλειά πόσο μάλλον να την κρατήσεις» μονολόγησε πεισματάρικα, «Τέλος πάντων! Θα κάνω αυτό που λες Ξιόγκ αλλά θα πληρωθούμε για τις σημερινές υπηρεσίες μας» πρόσθεσε αντικρίζοντας αυτάρεσκα τον υπηρέτη. Εκείνος τότε θυμωμένος πήγε να ανοίξει το στόμα του να της απαντήσει αλλά τότε ο Φανκ αντικρίζοντας δειλά, δειλά πάνω από τον ώμο του τις ιερόδουλες τον διέκοψε ντροπαλά,

«Τσιν, πόση είναι η αμοιβή τους όταν… ξέρεις;» ρώτησε κοκκινίζοντας. Πριν προλάβει ο υπηρέτης να του απαντήσει η αρχηγός της ομάδας των ιεροδούλων βλέποντας την ευκαιρία τους για να βγάλουν εύκολο χρήμα αποκρίθηκε καθώς υποκλινόταν για να κρύψει το χαμόγελο της,

«Άρχοντα μου για να απαντήσω στην ερώτηση σας η κάθε μια μας παίρνει για της υπηρεσίες μας 7000 χρυσά ζερίνια» Ο νεαρός πήγε να ρωτήσει τι είναι τα ζερίνια όταν τον κατέκλεισε άλλο ένα όραμα. Στο συγκεκριμένο όραμα είδε τον πραγματικό Γιν Φανκ να δίνει στην κάθε μια από αυτές ένα πράσινο σακουλάκι που από ότι κατάφερε να καταλάβει από τα λόγια τους περιείχαν 70 χρυσά ζερίνια και 7 ασημένια. Αμέσως κατάλαβε πως η συγκεκριμένη γυναίκα προσπάθησε να τον κοροϊδέψει. Νιώθοντας θυμωμένος αποκρίθηκε με όσο πιο αθώα φωνή μπορούσε,

«Τσιν είναι όντως αυτή η αμοιβή τους;»,

«Όχι άρχοντα μου είναι…»,

«70 χρυσά ζερίνια και 7 ασημένια αν θυμάμαι καλά» τον διέκοψε καθώς στάθηκε μπροστά στην γυναίκα που τόλμησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση αδιαφορώντας για την καυτή ματιά που έριξαν και οι τέσσερις ιερόδουλες στην γύμνια του. Μόλις έφτασε αρκετά κοντά της πρόσθεσε, «Είμαι σίγουρος πως και πριν την απόπειρα δολοφονίας μου δεν μου άρεσε να με κοροϊδεύουν πόσο μάλλον τώρα που κάποιοι δεν σέβονται την ευγένεια μου. Αφού είναι λοιπόν έτσι οι τρεις της παρέας σου που δεν μίλησαν θα πάρουν κανονικά τα λεφτά τους ενώ όσο για εσένα που προσπάθησες να με εξαπατήσεις το ποσό που σου αντιστοιχεί είναι το χέρι σου κομμένο!» Τις τελευταίες λέξεις τις είπε φωνάζοντας έξαλλος. Ακούγοντας τα λόγια του η κοπέλα έγινε λευκή σαν το πανί. Αμέσως έπεσε τρέμοντας στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση,

«ΟΧΙ! Άρχοντα μου λυπηθείτε με! Αν μου κόψετε το χέρι δεν θα μπορώ να δουλέψω και θα καταλήξω σε κανένα σοκάκι να σαπίζω ζητώντας ελεημοσύνη! Σας παρακαλώ να ανακαλέσετε…»,

«ΣΙΟΠΗ!» την διέκοψε βροντοφωνάζοντας ο Φανκ, «Ξέρεις πως κάποιες συνάδελφοι σου δεν βγάζουν ούτε αυτά τα ασημένια ζερίνια που προσθέτω στην αμοιβή σας; Αν είναι ένα είδος σακούρ που απεχθάνομαι αυτό είναι οι άπληστοι και οι εγκληματίες που βιάζουν. Σε αυτούς δεν δείχνω κανένα έλεος!» πρόσθεσε και κοιτάζοντας τον άφωνο υπηρέτη του διέταξε, «Πήγαινε την να της κόψει το χέρι ένας από τους δύο σωματοφύλακες μου. Πες του πως είναι διαταγή και μην φύγεις εάν δεν πραγματοποιηθεί η τιμωρία. Πάρε μαζί σου και τις υπόλοιπες για να παραδειγματιστούν. Έπειτα πήγαινε να τους δώσεις τα χρήματα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Φανγκχούα από τον φόβο της λιποθύμησε ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να τρέμουν σύγκορμα. Καθώς ο υπηρέτης κίνησε να εκτελέσει τις εντολές του ο Φανκ του ψιθύρισε στο αυτί, «Μην εκτελέσεις την εντολή μου απλώς πέταξε την έξω! Αν σε ρωτήσει κάποια από τις υπόλοιπες πες της πως αυτό ήταν μόνο προειδοποίηση. Όπως επίσης πως αν αντιληφθώ κάποια από αυτές ή την αρχηγό τους να με εξαπατά ξανά τότε θα κάνω πράξη την απειλή μου» Ακούγοντας αυτά ο Τσιν συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε αλλάξει ο αφέντης του. Αν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν όχι μόνο θα εφάρμοζε την απειλή του κατευθείαν αλλά θα έπνιγε στο αίμα όλον τον οίκο ανοχής από τον οποίο προέρχονταν τα κορίτσια. Ευτυχώς ο αφέντης άλλαξε! Κρίμα όμως που δεν θα με χτυπάει άλλο πια. Αλλά δεν πειράζει και μόνο που μου μιλάει νιώθω πως είμαι στον έβδομο ουρανό, αναλογίστηκε ο υπηρέτης καθώς έφευγε για να εκτελέσει την καινούργια εντολή του αφέντη του. Όταν έμεινε μόνος του ο Φανκ  μπήκε επιτέλους να χαλαρώσει στο λουτρό όπου για κάποιο λόγο το νερό που περιείχε ήταν ακόμη ζεστό και φρέσκο παρόλο που είχε περάσει αρκετή ώρα από την στιγμή που μπήκε μαζί με τον Τσιν στον χώρο. Ίσως υπάρχει κάποιο κρυφό σύστημα θέρμανσης και φιλτραρίσματος στα τοιχώματα του που το κρατάει ζεστό και καθαρό, αναλογίστηκε καθώς καθόταν αναπαυτικά μέσα. Ήταν τόσο ωραία και χαλαρωτική η αίσθηση που τον πήρε ο ύπνος μέσα εκεί. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο ξανθομάλλης υπηρέτης επέστρεψε. Βλέποντας τον άρχοντα του να κοιμάται τον πλησίασε προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει. Για λίγο απέμεινε να χαζεύει το γαλήνιο πρόσωπο του το οποίο είχε να το δει έτσι ήρεμο πάρα πολύ καιρό. Για όλα φταίει το λουλαμπάι που του δίνει αυτός ο μπάσταρδος ο Λούογιανκ! Εάν δεν το καπνίσει έστω και μια νύχτα βλέπει εφιάλτες! Το μόνο καλό ήταν που τον έκανε βίαιο απέναντι μου αλλά αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο ήρεμος. Λες να πέρασαν οι παρενέργειες του συγκεκριμένου ναρκωτικού; Αποκλείεται τόσο γρήγορα κάτι άλλο οφείλεται για αυτή τη πρωτόγνωρη γαλήνη. Ίσως ο συνδυασμός των αρωματικών ελαίων και των βοτάνων που έριξα στο νερό να καταπραΰνουν τις παρενέργειες αλλά δεν έχω αλλάξει κάτι εκτός… Μα φυσικά πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Σήμερα εκτός από τα συνηθισμένα πρόσθεσα και αιθέριο έλαιο από ιριδίζουσα ζέρμπερα. Φαίνεται πως καταπολεμά και τις παρενέργειες του συγκεκριμένου ναρκωτικού! Αναλογίστηκε ο Τσιν καθώς παρατηρούσε κάθε σπιθαμή του προσώπου του αφέντη του. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν κατάλαβε πως ο Φανκ άρχισε να ανοίγει τα μάτια του παρά μόνο όταν με βραχνή φωνή από τον ύπνο τον ρώτησε,

«Τσιν; Πότε ήρθες;»,

«Πριν από λίγο άρχοντα μου» του απάντησε στοργικά καθώς άρχισε να τον πλένει,

«Γιατί δεν με ξύπνησες;»,

«Κοιμόσασταν τόσο γαλήνια που δεν ήθελα να σας ταράξω τον ύπνο. Αφήστε που έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη»,

«Τι ανακάλυψη;»,

«Πως η ιριδίζουσα ζέρμπερα εκτός από ασθένειες καταπολεμά και τις παρενέργειες από τα ναρκωτικά»,

«Ω! Τώρα που είπες για περίεργες ουσίες, καθώς κοιμόμουν θυμήθηκα την ονομασία λουλαμπάι. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι είναι, μήπως το γνωρίζεις;» τον ρώτησε ντροπαλά κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια. Ακούγοντας την ερώτηση του η πρώτη σκέψη του υπηρέτη ήταν να του πει ψέματα για να τον κρατήσει αθώο αλλά αντικρίζοντας τα υπέροχα καστανά μάτια του αφέντη του που έλαμπαν κάτω από το φως των φαναριών που στόλιζαν το δωμάτιο αποκρίθηκε σαν υπνωτισμένος,

«Το λουλαμπάι είναι ένα απαγορευμένο ναρκωτικό το οποίο επηρεάζει την βούληση και την λογική εκείνων που το καταναλώνουν. Το ναρκωτικό αυτό φημίζεται για την βασική του παρενέργεια που είναι ο ταραγμένος ύπνος των χρηστών εξαιτίας εφιαλτών όταν δεν λάβουν σε καθημερινή βάση το λουλαμπάι. Παλιά πιστεύαμε πως σε μικρές ποσότητες είναι καταπραϋντικό για τα άτομα τα οποία δεν μπορούν να κοιμηθούν αλλά ο εθισμός των ατόμων αυτών και η εμφάνιση της παραπάνω παρενέργειας έκαναν τον παππού του σημερινού αυτοκράτορα να απαγορεύσει την κατανάλωση έστω και ελάχιστης ποσότητας αυτής της ουσίας. Φυσικά υπήρχαν κάποια άτομα που εκμεταλλεύτηκαν την απαγόρευση και την απεγνωσμένη ζήτηση των ατόμων που ήταν εξαρτημένοι από το συγκεκριμένο ναρκωτικό για να βγάλουν πολύ και εύκολο χρήμα με αποτέλεσμα να βρίσκεται πλέον μόνο στην σκοτεινή συνοικία, ένα μέρος που δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ άρχοντα μου να πάτε εκεί…»,

«Γιατί;» τον διέκοψε γεμάτος περιέργεια καθώς αναλογιζότανε, Είχα δίκιο! Αυτό που έδινε στον πραγματικό Γιν Φανκ αυτός ο διπρόσωπος σωματοφύλακας ήταν ναρκωτικό. Αλλά γιατί ο Λούογιανκ ήθελε να επηρεάσει την βούληση και την λογική του αφεντικού του; Κάτι παίζεται εδώ πέρα αλλά δεν μπορώ να καταλάβω προς το παρόν τι. Για να μάθω πρέπει να ρισκάρω και να τον ρωτήσω ευθέως. Φυσικά όταν τον αντιμετωπίσω δεν θα είμαι μόνος. Θα πω στον Ρου να είναι κάπου κοντά κρυμμένος έτοιμος να επέμβει αν χρειαστεί. Πρέπει να ρωτήσω τώρα που έχω ευκαιρία τον Τσιν για το παρελθόν του Λούογιανκ. Μόνο αν μάθω πως προσλήφθηκε θα καταλάβω κάποια πράγματα για εκείνον. Με αυτά στο μυαλό του διέκοψε ευγενικά ξανά τον υπηρέτη ο οποίος του εξιστορούσε τα τρομερά πράγματα που έκαναν οι σκοτεινοί έμπορες σε όσους έκαναν το λάθος να τους κοροϊδέψουν ή να δανειστούν από αυτούς,

«Ο χειρότερος από όλους τους όμως είναι η αρχηγός τους η μονόφθαλμη σκιά καθώς…»,

«Συγνώμη που διακόπτω ξανά αλλά αναρωτιόμουν αν ξέρεις για το παρελθόν των σωματοφυλάκων μου και συγκεκριμένα του Λούογιανκ;»,

«Γιατί ρωτάτε άρχοντα μου;» ρώτησε ο Τσιν όλο περιέργεια καθώς βοηθούσε τον άρχοντα του να βγει από το λουτρό προσπαθώντας παράλληλα να μην κοιτάξει ανάμεσα στα πόδια του,

«Επειδή κάτι δεν μου κολλάει! Αφού είναι απαγορευμένο όπως λες και μόνο από την σκοτεινή συνοικία μπορείς να το βρεις γιατί μπήκε σε τόσο κόπο και χρήμα για να μου θολώσει το μυαλό; Κάτι πολύ σημαντικό υπάρχει πίσω από αυτή του την πράξη. Τσιν, πριν πάθω την αμνησία θυμάσαι αν πρόσβαλα με κάποιον τρόπο εκείνον ή την οικογένεια του;»,

«Όχι, άρχοντα μου! Πως θα μπορούσατε άλλωστε αφού κανείς μας ούτε καν εσείς δεν ξέρετε το παρελθόν του. Η Ζιχούα προσπάθησε πολλές φορές να του πιάσει κουβέντα αλλά όταν έφτανε να τον ρωτήσει κάτι σχετικό με την ζωή του πριν γίνει σωματοφύλακας σας της απαντούσε πως δεν την αφορά και έφευγε» απάντησε ο υπηρέτης καθώς σκούπιζε τον άρχοντα του με την πιο μαλακή πετσέτα που ο Φανκ είχε ποτέ του νιώσει,

«Για μισό λεπτό είπες πως ούτε και εγώ που είμαι το αφεντικό του δεν ξέρω από πού μας ήρθε το συγκεκριμένο άτομο τότε πως το καλό τον εμπιστεύτηκα και τον προσέλαβα ως σωματοφύλακα μου;» ρώτησε έκπληκτος. Ο Τσιν για μερικά λεπτά δεν απάντησε. Η σιωπή που επικράτησε ήταν αποπνιχτική για τον Φανκ ο οποίος με γουρλωμένα μάτια όλο έκπληξη ρώτησε, «Από την πρώτη κιόλας ημέρα που τον γνώρισα μου έδωσε να καπνίσω λουλαμπάι;» Μην αντέχοντας άλλο την πονεμένη ματιά που αντίκρισε ο υπηρέτης απάντησε,

«Ναι, ήταν τρεις μήνες από τότε που πέθανε ο πατέρας σας και από τα δύο αδέλφια εσείς επηρεαστήκατε πιο πολύ. Ήσασταν άλλωστε εκείνος που τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι του. Παρόλο που η αρχόντισσα Φανκ προσπάθησε να σας εξηγήσει πως ήταν η ώρα του δεν μπορούσατε να το δεχτείτε. Δεν ξέρω πως έμαθε ο Λούογιανκ για τα προβλήματα ύπνου σας αλλά όταν ήρθε να ζητήσει την δουλειά με την δικαιολογία πως φαινόσασταν καταβεβλημένος σας έδωσε να δοκιμάσετε μια πίπα που περιείχε καπνό από λουλαμπάι. Προσπάθησα να σας προειδοποιήσω αλλά πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη εκείνος σας άρπαξε και πριν προλάβετε να αντιδράσετε σας την έχωσε στο στόμα σας. Αμέσως τα μάτια σας θόλωσαν σημάδι πως ήσασταν πλέον υπό την επήρεια του ναρκωτικού. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να αντιδράσω. Όταν συνήλθα ήταν πλέον πολύ αργά, υπό την επήρεια του ναρκωτικού και με την υπόσχεση πως θα σας έφερνε ταχτικά να καπνίζετε λουλαμπάι τον προσλάβατε. Από εκεί και έπειτα γίνατε άγριος και βίαιος με όλους μας εκτός από τον Λούογιανκ τον οποίο υπακούγατε σαν να ήσασταν μαριονέτα του» Έχοντας ακούσει πολύ προσεκτικά τα λεγόμενα του Τσιν μουρμούρισε,

«Ευτυχώς με έσωσε η απόπειρα δολοφονίας! Σου ζητώ συγνώμη για όλα αυτά που πέρασες. Από εδώ και πέρα θα ήθελα να υπάρχουν στο δωμάτιο κεριά με άρωμα ιριδίζουσας ζέρμπερας»,

«Μάλιστα άρχοντα μου! Μην ανησυχείτε όμως η βιαιότητα σας με ξύπνησε σεξουαλικά» αποκρίθηκε ο υπηρέτης αλλά την τελευταία πρόταση την είπε τόσο ψιθυριστά που ο Φανκ δεν μπόρεσε να ακούσει τι έλεγε,

«Ορίστε;»,

«Τίποτα άρχοντα μου! Έλεγα μην ανησυχείτε σήμερα θα διατάξω να σας φέρουν στικς που είναι αρωματισμένα με το συγκεκριμένο λουλούδι και αύριο μόλις ξυπνήσω θα πάω στην αγορά να πάρω αρκετά αρωματικά κεριά» αποκρίθηκε όλο αθώα καθώς έκανε να του βάλει ένα κόκκινο σαν από μετάξι παντελόνι αλλά ο Φάνκ κόκκινος από ντροπή του το πήρε μέσα από τα χέρια και το έβαλε μόνος του, Δεν είμαι μωρό! Μπορώ να βάλω ένα παντελόνι μόνος μου. Ο υπηρέτης δεν σχολίασε την κίνηση του αυτή αλλά όταν ο αφέντης του δεν κοίταζε ένα βλέμμα απογοήτευσης εμφανίστηκε στο πρόσωπο του καθώς συνέχισε να τον ντύνει με μια κόκκινη σαν από μετάξι ρόμπα που στην πλάτη της ήταν κεντημένος με τόση λεπτομέρεια ένας χρυσός κινέζικος δράκος που ο Φανκ νόμιζε πως θα ζωντάνευε ενώ στα μακριά και αέρινα μανίκια του ρούχου υπήρχαν αρκετές χρυσές λεπτομέρειες. Η ρόμπα δεν είχε κουμπιά και έχασκε ανοιχτή αποκαλύπτοντας το όμορφο λευκό και λεπτό κορμί του. Ο Φάνκ απορροφημένος στις σκέψεις του άρχισε να παρατηρεί με προσοχή ένα όμορφο τατουάζ που εκτεινόταν από τις αρχές του αγκώνα μέχρι την βάση του καρπού του και που απεικόνιζε ένα περίεργο κόκκινο άνθος που από κάτω του ακριβώς υπήρχαν περίτεχνα σχέδια που άλλαζαν μορφή ανάλογα με την οπτική γωνιά που τα κοίταζε κάποιος. Άραγε θα υπάρχει κάποιος τρόπος να επιστρέψω στην Γη; Αλλά αν επιστρέψω στην Γη θα είμαι ο ίδιος Ιάσωνας όπως πριν, ένας τριαντάχρονος καθημερινός άνδρας που ζει στην αφόρητη και αποπνιχτική Αθήνα όπου τίποτα ενδιαφέρον δεν συμβαίνει; Εδώ υπάρχει μαγεία, υπάρχουν λαοί που μοιάζουν με εμάς αλλά είναι τόσο διαφορετικοί, υπάρχει μια πρωτόγνωρη για εμένα χλωρίδα και πανίδα που με ωθεί να την εξερευνήσω. Όχι! Πρέπει να μείνω εδώ! Κάτι μου λέει πως η μοίρα του Υιαβάρ εξαρτάται από εμένα. Άσε που χρωστάω μια λύτρωση στο πνεύμα του προηγούμενου ενοίκου του σώματος αυτού. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του ρώτησε αποφασιστικά τον Τσιν που ήταν έτοιμος να βγει από το δωμάτιο,

«Μπορώ να έρθω και εγώ μαζί σου αύριο;» Η ερώτηση του έπιασε τόσο απροετοίμαστο τον υπηρέτη που σταμάτησε απότομα την πορεία του. Αντικρίζοντας τον έκπληκτος ρώτησε,

«Ορίστε;»,

«Αύριο που θα πας στην αγορά μπορώ να σε συνοδεύσω;» του εξήγησε,

«Μα φυσικά άρχοντα μου! Όμως πιστεύετε πως θα ήταν συνετό να ερχόντουσαν και οι σωματοφύλακες σας; Δεν φοβάμαι τον Ρου, έχει αποδείξει πολλές φορές πως είναι έμπιστος, αλλά αν μάθει ο Λούογιανκ πως ανακαλύψαμε έναν τρόπο να σας απελευθερώσουμε από τον έλεγχο του πολύ φοβάμαι πως δεν θα το αφήσει έτσι αυτό» άρχισε να λέει αλλά ο Φανκ με ένα χαμόγελο αντέκρουσε την ένσταση του,

«Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να το μάθει γιατί πολύ απλά δεν θα τους πω τίποτα! Θα έρθω ινκόγκνιτο»,

«Μα αν πάθετε κάτι;» άρχισε να λέει ο Τσιν τρομοκρατημένος καθώς προσπαθούσε να τον μεταπείσει,

«Τσιν, στην αγορά θα πάμε δεν θα επισκεφτούμε την μαύρη συνοικία άσε που θα φροντίσω να κρύψω τα χαρακτηριστικά μου» τον αντέκρουσε με ένα απαλό γέλιο που ακουγόταν σαν μουσική στα αυτιά του υπηρέτη ο οποίος ένοιωσε τον εαυτό του να παραδίδεται. Έτσι νικημένος υποκλίθηκε λέγοντας,

«Όπως επιθυμείτε άρχοντα μου!» και με αυτά τα λόγια έφυγε γρήγορα καθώς φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να αντισταθεί άλλο και θα έριχνε τον αφέντη του στο κρεβάτι κάνοντας τα αίσχη που είχαν κατακλείσει σαν πέπλο το μυαλό του. Όταν έμεινε επιτέλους μόνος του ο Φάνκ καθώς ξάπλωνε αναλογιζόταν όλα όσα είχαν συμβεί την συγκεκριμένη ημέρα, Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως την μια στιγμή ήμουν ο Ιάσωνας ο οποίος την ημέρα που θα παντρευόταν την καλή του δολοφονήθηκε από τον τρελό πρώην της και την αμέσως επόμενη αντί να πεθάνω βρίσκομαι στον Υιαβάρ στο σώμα ενός άρχοντα ο οποίος ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και βρήκε τραγικό θάνατο από την ίδια του την αδελφή και τον εραστή της. Όλα φαίνονται σαν να είναι ένα όνειρο που από στιγμή σε στιγμή θα τελειώσει και θα ξυπνήσω στο δωμάτιο κάποιου νοσοκομείου της Αθήνας και θα αντικρίσω τους παππούδες μου, τον Χου και την αγαπημένη μου. Άρχισε να αναλογίζεται πριν τον πάρει ο ύπνος. Η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό του πριν αποκοιμηθεί κουρασμένος από την σημερινή ημέρα ήταν αν είχε φανταστεί την μαύρη σαν σκιά φιγούρα που είχε καταλάβει τον πρώην της Άννας. Αν του έλεγε κάποιος όσο ήταν Ιάσωνας πως αυτό το πράγμα ήταν ένας δαίμονας από έναν άλλο πλανήτη ίσως και να τον πέρναγε για τρελό αλλά τώρα που έγινε ο άρχοντας Γιν Φάνκ από τον κόσμο Υιαβάρ δεν ήξερε πλέον τι να υποθέσει. Το επόμενο πρωί ξύπνησε αναζωογονημένος, χάρις στα αρωματικά στικ που του είχε ανάψει το προηγούμενο βράδυ ο Τσιν. Καθώς πήγαινε στο λουτρό για να φρεσκαριστεί παρατήρησε πόσο όμορφη ήταν η σημερινή ημέρα, ο όμορφος ήλιος έλουζε τον χώρο, τα κελαηδίσματα από τα όμορφα και περίεργα πουλιά ακουγόταν σαν μουσική και σε συνδυασμό με τα αμέτρητα διαφορετικά αρώματα των σπάνιων λουλουδιών που υπήρχαν στον προσωπικό του κήπο χάριζαν στην ατμόσφαιρα μια γαλήνη που τίποτα δεν μπορούσε να την ταράξει. Την ώρα που επέστρεφε στην κρεβατοκάμαρα για να ετοιμαστεί για να πάει μαζί με τον πιστό του υπηρέτη στην αγορά όπου εκεί θα έπαιρναν αρωματικά κεριά με άρωμα ιριδίζουσας ζέρμπερας ο Τσιν εμφανίστηκε κρατώντας μια αλλαξιά ρούχα. Ο Φάνκ τότε καλημερίζοντας τον έκανε να τον βοηθήσει αλλά εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε πως ο νεοφερμένος δεν ήταν μόνος του. Μαζί του ήταν η Ξιάνκ και ο Μεϊμάρ ντυμένοι με ρούχα που υποδήλωναν πως θα πήγαιναν στην πόλη. Η κοπέλα φορούσε ένα υπέροχο αμάνικο και μακρύ λευκό κιμονό με ασημένιες λεπτομέρειες ενώ στα αυτιά της υπήρχαν σκουλαρίκια διακοσμημένα με μια μοβ λαμπυρίζουσα πέτρα. Όσο για τον Μεϊμάρ, εκείνος ήταν ντυμένος με τα ίδια ρούχα που φορούσε ο Τσιν και όλοι οι υπόλοιποι υπηρέτες του σπιτιού το οποίο υποδήλωνε πως ο νεαρός για χάρη της καλής του αποφάσισε να μείνει ως υπηρέτης. Το μόνο διαφορετικό στην στολή του από ότι παρατήρησε καθώς τους πλησίασε ήταν μια κουκούλα που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Έκπληκτος πήγε να τους ρωτήσει που θα πάνε αλλά πριν αρθρώσει λέξη πρώτος μίλησε ο νεαρός Κελκάρ,

«Μην νομίζεις πως θα έρθω μαζί σου στην αγορά επειδή ανησυχώ για την ασφάλεια σου! Το κάνω μόνο για χάρη της αγαπημένης μου που θα στεναχωρηθεί αν πάθεις κάτι» μουρμούρισε μουτρωμένος αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Γελώντας με την αντίδραση του η Ξιάνκ πλησίασε τον αδελφό της και του ψιθύρισε στο αυτί,

«Ψέματα λέει! Όταν ξέφυγε στον Τσιν πως θα πας μαζί του στην αγορά ο Μεϊμάρ πριν προλάβω να πω κάτι με άρπαξε και ανακοίνωσε στον καημένο τον Τσιν καθώς πηγαίναμε να ετοιμαστούμε πως θα ερχόμασταν και εμείς μαζί σας. Δεν θέλει να το δείξει αλλά η χθεσινή σου συμπεριφορά άλλαξε την γνώμη του για εσένα»,

«Ξιάνκ! Μην δίνεις ελπίδες στον Φάνκ!» αναφώνησε ο νεαρός Κελκάρ καθώς την απομάκρυνε από το δωμάτιο για να αφήσουν τον αρχηγό της οικογένειας να ετοιμαστεί με την ησυχία του. Όταν βγήκαν έξω ο ξανθομάλλης υπηρέτης γονάτισε τρομαγμένος στο πάτωμα ζητώντας συγχώρεση,

«Έει σήκω πάνω! Τόσο πολύ με φοβάσαι; Δεν πειράζει που σου ξέφυγε και τους το είπες άλλωστε ζήτησα να μην το πεις στους σωματοφύλακες μου. Ποτέ δεν έφερα αντίρρηση να το πεις σε κάποιον άλλο έμπιστο μέσα στο σπίτι» αποκρίθηκε απαλά καθώς τον σήκωνε ευγενικά στα πόδια του,

«Μα κύριε, τι θα γινόταν αν την ώρα που τους το έλεγα με άκουγε ο Λούογιανκ; Και μόνο στην ιδέα πως θα μπορούσα άθελα μου να σας κάνω κακό μου έρχεται να πάρω ένα στιλέτο και να αυτοκτονήσω» αποκρίθηκε εκείνος με την σειρά του στενοχωρημένος,

«Αυτό να μην το ξαναπείς ούτε για αστείο! Η ζωή δεν είναι παιχνίδι να την αφαιρείς όποτε θέλεις! Το Πάνθεον των Ουράνιων δράκων μας έδωσε το δώρο της ζωής για έναν λόγο. Θα ήταν λοιπόν μεγάλη ασέβεια να μην το τιμούμε» αποκρίθηκε σοβαρά ο Φανκ καθώς ήξερε δια ιδίας πείρας πόσο πονάει ο θάνατος και η σκέψη πως αφήνεις πίσω σου αγαπημένα πρόσωπα.

© 22/07/2022

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Ο άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 2)

 

Έσπαγε το κεφάλι του να βρει έναν τρόπο να τον απομακρύνει από τον Λίαν Ρου ώστε να μπορεί ανενόχλητος να τον παραμυθιάσει όπως έκανε και πριν την απόπειρα δολοφονίας του Γιν Φάνκ. Καθώς σκεφτόταν πως θα μπορούσε να το καταφέρει ο νεαρός άρχοντας αντικρίζοντας τον πανέμορφο κήπο με τα περίεργα και μυστηριώδη φυτά και δέντρα τους ρώτησε έκπληκτος,

«Όλος αυτός είναι ο κήπος της οικογένειας μου;»,

«Φυσικά άρχοντα μου! Ένα ένα από αυτά τα λουλούδια και δέντρα τα έφερνε από τα ταξίδια του ο πατέρας σας για εσάς» αποκρίθηκε με ένα στοργικό χαμόγελο ο πρασινομάλλης άνδρας καθώς τον οδηγούσε στην περιποιημένη πύλη του κήπου. Όσην ώρα ο Γιν Φάνκ χάζευε ενθουσιασμένος σαν μικρό παιδάκι τα περίεργα λουλούδια και δέντρα που φύτρωναν εκεί ο Λίαν Ρου του θύμιζε τα ονόματα και τις ιδιότητες κάποιων από αυτών. Από όλη τη μαγευτική χλωρίδα που είδε δύο φυτά του άρεσαν περισσότερο, την ιριδίζουσα ζέρμπερα η οποία μπορεί να θεραπεύσει και την πιο σοβαρή ασθένεια και έμοιαζε με ένα τριαντάφυλλο κατασκευασμένο από κρύσταλλο από το οποίο αντανακλώνταν προς όλες τις κατευθύνσεις όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το δεύτερο φυτό που του έκανε εντύπωση ήταν το δέντρο κόρνους λαμχάρους, ένα δέντρο θάμνος το οποίο είχε κίτρινους καρπούς που έμοιαζαν με βατόμουρα και μικρά μοβ άνθη που έμοιαζαν με εκείνα της μηλιάς. Το άρωμα των ανθών ήταν τόσο ευωδιαστό σαν κάποιος να είχε πάρει την καλύτερη κολόνια και να την είχε ρίξει πάνω σε αυτά,

«Είναι βρώσιμοι οι συγκεκριμένοι καρποί;» ρώτησε τον οδηγό και σωματοφύλακα του καθώς βλέποντας τους συγκεκριμένους καρπούς του ήρθε μια λιγούρα,

«Φυσικά άρχοντα μου! Μήπως πεινάσατε;» αποκρίθηκε με την σειρά του,

«Όχι…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση του και αμέσως το στομάχι του τον πρόδωσε βγάζοντας έναν ήχο όλο παράπονο που είχε μείνει άδειο αρκετή ώρα. Για λίγο οι δυο σωματοφύλακες απέμειναν έκπληκτοι να κοιτάζουν τον άρχοντα τους ο οποίος κοκκίνισε ντροπαλά. Όταν δε ξέσπασαν στα γέλια η ντροπή του Φανκ ήταν τόση που το πρόσωπο του έγινε κόκκινο σαν παντζάρι.

«Μην ανησυχείτε άρχοντα μου σε λίγο το δείπνο σας θα είναι έτοιμο! Μέχρι τότε θέλετε να δοκιμάσετε μερικούς από τους καρπούς του κόρνους λαμχάρους;» τον ρώτησε καλοσυνάτα μόλις ηρέμησε,

«Αν… αν αυτό είναι δυνατόν» του απάντησε κοιτάζοντας ντροπαλά το χορταριασμένο έδαφος. Η κίνηση αυτή φάνηκε αστεία στον Λούογιανκ ο οποίος βλέποντας τον συνάδελφο του να απομακρύνεται για να πάει να φέρει τους καρπούς βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Φανκ.

«Άρχοντα μου, σήμερα μου έφεραν τον καπνό από λουλαμπάι που μου ζητήσατε την προηγούμενη ημέρα. Μόλις φάτε ελάτε να χαλαρώσουμε καπνίζοντας» αποκρίθηκε σιγανά για να μην τον ακούσει ο Ρου. Ο Φανκ γεμάτος περιέργεια πήγε να τον ρωτήσει τι ήταν το λουλαμπάι αλλά μόλις τα μάτια του αντίκρισαν τα κόκκινα γατήσια δικά του με μιας τον έπιασε ένας αβάσταχτος πόνος στο κεφάλι. Αν και κράτησε μερικά δευτερόλεπτα για εκείνον φάνηκε πως για μια αιωνιότητα του τρύπαγαν τον εγκέφαλο. Σε εκείνο το διάστημα είδε ένα όραμα, είδε τον προκάτοχο του συγκεκριμένου σώματος να καπνίζει μια πίπα μαζί με τον Λούογιανκ. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά καθώς ο σωματοφύλακας δεν είχε το χαμένο βλέμμα που είχε ο πραγματικός Γιν Φανκ. Οι κινήσεις και η αργή ανταπόκριση σε αυτά που έλεγε ο σωματοφύλακας ήταν ολόιδια με εκείνη ενός χρήστη κοκαΐνης, οπίου κι άλλων παρόμοιων ναρκωτικών που υπήρχαν στην Γη. Μόλις τελείωσε το όραμα του ο Φανκ απομακρύνθηκε αμέσως από τον Λούογιανκ καθώς ένιωσε πως διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο από τον ίδιο του τον σωματοφύλακα. Ο οποίος βλέποντας την αντίδραση του αυτή νευριασμένος πήγε να τον πιάσει γερά από το μπράντζο αλλά εκείνη την στιγμή ο συνάδελφος του εμφανίστηκε κρατώντας ένα μεταξένιο μαντίλι μέσα στο οποίο υπήρχαν αρκετοί καρποί από τον θάμνο κόρνους λαμχάρους,

«Ορίστε άρχοντα μου, αυτοί είναι οι πιο ώριμοι και τρυφεροί καρποί της εποχής αυτής» αποκρίθηκε καθώς έτεινε προς το μέρος του το μαντίλι με τους καρπούς. Αμέσως ο Φανκ πλησίασε τον Ρου ανακουφισμένος που γλίτωσε από τις μηχανορραφίες του δεύτερου σωματοφύλακα του. Μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο από τον συγκεκριμένο άνδρα καλύτερα να τον αποφεύγω και να μην είμαι πότε μόνος μαζί του. Ποιος ξέρει, ίσως είναι εκείνος που δολοφόνησε τον προκάτοχο του συγκεκριμένου σώματος και τώρα ψάχνει τρόπο να ολοκληρώσει την δουλειά! Αναλογίστηκε ο Φανκ καθώς ευχαριστούσε τον πρασινομάλλη σωματοφύλακα του για το κολατσιό. Όσην ώρα έτρωγε ο Ρου συνέχισε την ξενάγηση στον κήπο, ήταν τόσο απορροφημένοι και οι δυο τους στην κουβέντα τους που δεν παρατήρησαν την μοχθηρή ματιά που τους έριξε ο Λούογιανκ ο οποίος θυμωμένος έσφιξε τις γροθιές του καθώς πρώτη φορά ο Γιν Φανκ του συμπεριφερόταν με αυτόν τον τρόπο, Τι στο καλό; Άλλες φορές ο κακομαθημένος ετεροθαλής αδελφός μου μόλις άκουγε πως είχα καπνό λουλαμπάι δεν κρατιόταν αλλά τώρα όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά απομακρύνθηκε κιόλας από κοντά μου. Από εμένα που με λάτρευε τόσο πολύ που με υπάκουγε τυφλά, αναλογίστηκε καθώς άρχισε να τους ακολουθεί μουτρωμένος κατά πόδας. Δεν θα άφηνε τον γιό του άνδρα που βίασε την μητέρα του να ξεφύγει τόσο εύκολα, Θα προσπαθήσω με τον ίδιο τρόπο άλλες δύο ημέρες αν συνεχίσει ο ηλίθιος να με αποφεύγει τότε θα αναγκαστώ να πάρω την εξουσία της οικογένειας βάφοντας τα χέρια μου με αίμα, από τις σκέψεις του τον έβγαλε η φωνή της υπηρέτριας που είχε ειδοποιήσει τους υπόλοιπους ενοίκους του αρχοντικού πως ο αρχηγός της οικογένειας ήταν ως εκ θαύματος ζωντανός,

«Άρχοντα μου το δείπνο είναι έτοιμο!» αποκρίθηκε υποκλινόμενη όπως έκαναν οι υπηρέτες στην αρχαία Κίνα. Αμέσως ο Φανκ αφού την ευχαρίστησε την ακολούθησε στην τραπεζαρία μαζί με τους δύο σωματοφύλακες του. Όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο αντίκρισε πάνω στο μεγάλο σκαλιστό τραπέζι ένα σωρό φαγητά που έμοιαζαν με τα παραδοσιακά των κινέζων, υπήρχαν διάφορα πιάτα ορεκτικών όπως  ρολά άνοιξης και χαρ γκάο τα οποία σύμφωνα με τον Χου ήταν μπουκίτσες από αλεύρι ρυζιού και γεμιστά με γαρίδες, χοιρινό λίπος και μπαμπού. Για κυρίως πιάτο οι υπηρέτριες είχαν σερβίρει νούντλς με κρέας το οποίο μια υπηρέτρια του είπε πως προερχόταν από άισντελ, ένα πουλερικό το οποίο έμοιαζε με κοτόπουλο αλλά είχε δύο κεφάλια και τέσσερα πόδια ενώ τα φτερά του ήταν πιο μεγάλα και μπορούσε να πετάξει αρκετά ψηλά. Οι διαφορές αυτού του πλάσματος με του ομοίου τού στην Γη κέντρισε πάρα πολύ το ενδιαφέρον του Φανκ ο οποίος ήθελε να μάθει κι άλλα για τον ολοκαίνουργιο κόσμο, Υιαβάρ στον οποίο βρισκόταν. Μόλις τελειώσω το φαγητό μου και χαλαρώσω στο μπάνιο που μου ετοιμάζει ο… αχ πως τον λένε τον υπηρέτη που με υπερασπίστηκε όταν πρωτοήρθα στον κόσμο αυτό; Αναλογίστηκε καθώς καθόταν στην θέση που του υπέδειξε ο Ρου. Την ώρα που έπιανε τα ξυλάκια για να φάει άρχισε να του πονάει ξανά το κεφάλι του και σε κλάσματα δευτερολέπτου άλλο ένα όραμα άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά του. Αυτή τη φορά είδε τον προκάτοχο του σώματος το οποίο είχε κυριεύσει η ψυχή του σε κατάσταση μέθης από τα ναρκωτικά που είχε καταναλώσει να φωνάζει και να χτυπάει τον συγκεκριμένο υπηρέτη. Το μόνο που κατάφερε να ακούσει καθαρά ήταν το όνομα του υπηρέτη που ήταν Ξιόγκ Τσιν. Τρομοκρατημένος από την βιαιότητα του προκατόχου του διέκοψε το όραμα αναρωτώμενος γιατί, ύστερα από αυτά που είδε στο όραμα του, ο υπηρέτης τον υπερασπίστηκε και του συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν δύο καλοί φίλοι. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν από τους πρώτους που θα με ήθελε νεκρό! Όταν μείνουμε μόνοι μας θα τον ρωτήσω ευθέως, αναλογίστηκε καθώς άρχισε να βάζει στο πιάτο του φαγητό. Κάποια στιγμή που έτρωγε συνειδητοποίησε δύο πράγματα, πως η αδελφή του και ο εραστής της δεν είχαν έρθει για φαγητό και πως όλοι οι υπηρέτες και οι σωματοφύλακες του αν και φαινόντουσαν πεινασμένοι δεν έκατσαν μαζί του να φάνε. Αμέσως έβαλε κάτω την μπουκιά που ετοιμαζόταν να καταναλώσει και αφού σκούπισε πολύ προσεκτικά τα λεπτεπίλεπτα και εκφραστικά χείλια του ρώτησε,

«Γιατί δεν τρώτε; Δεν είναι ευγενικό να τρώω μόνος μου»,

«Μα κύριε, δεν επιτρέπεται οι υπηρέτες να τρώνε με τους κυρίους» αποκρίθηκε υποκλινόμενη η Ζιχούα,

«Ανοησίες, αφού σας βλέπω πως πεινάτε. Δεν ξέρω τι Σακούρ ήμουν πριν χάσω την μνήμη μου αλλά αν θα πρέπει να αλλάξω κάτι που μάλλον έκανα πριν αυτό είναι τα γεύματα, από σήμερα όταν τρώω εγώ θα τρώτε και εσείς μαζί με εμένα και την αδελφή μου. Αλήθεια που είναι η Ξιάνκ;» αποκρίθηκε γεμάτος περιέργεια,

«Πήγε να δώσει κρυφά φαγητό στους σκλάβους Κελκάρ» πετάχτηκε ο Λούογιανκ πριν προλάβει η υπηρέτρια να πει κάτι με την ελπίδα πως μόλις μάθαινε την αλήθεια θα γινόταν πυρ και μανία αλλά η απάντηση του Φάνκ του έκοψε την φόρα και πάγωσε το χαιρέκακο χαμόγελο που διαγράφονταν στο πρόσωπο του,

«Ω! Γιατί δεν τους είπε να έρθουν εδώ να φάνε μαζί μας;» και πριν προλάβει κάποιος να του απαντήσει πρόσθεσε κοιτάζοντας με ένα γλυκό χαμόγελο την υπηρέτρια με τα κίτρινα αμυγδαλωτά μάτια γάτας, «Ζιχούα σε παρακαλώ πήγαινε και πες τους με ευγενικό τρόπο να έρθουν να φάνε μαζί μας. Πες τους ότι προσκάλεσα όλους τους υπηρέτες και τους σωματοφύλακες από εδώ και στο εξής να τρώνε μαζί με εμένα και εκείνη» Με αυτά τα λόγια έκανε νόημα στην νεαρή κοπέλα να αποχωρήσει για να πάει να εκτελέσει την εντολή του. Όσην ώρα περίμενε να γυρίσει μαζί με την αδελφή του και τους σκλάβους Κελκάρ, προς έκπληξη των παρευρισκόμενων δεν άγγιξε ξανά το φαγητό του. Μόλις η Ζιχούα επέστρεψε στο δωμάτιο ο Φανκ κοίταξε προς την μεριά της εισόδου και βλέποντας τους νεοφερμένους να μπαίνουν σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα του και τους καλωσόρισε. Οι μόνοι που φάνηκαν να χαίρονται που τον βλέπουν ήταν η Ξιάνκ, οι δύο γυναίκες που ήταν σωματοφύλακες της αδελφής του και ένας σκλάβος Κελκάρ ο οποίος συνειδητοποίησε έκπληκτος πως ήταν τυφλός. Αμέσως ο Φανκ έτρεξε κοντά του και αποπειράθηκε να τον βοηθήσει όμως ένας νεαρός με μαύρα μακριά μαλλιά και καστανά μάτια που φορούσε και εκείνος την ενδυμασία των σκλάβων μπήκε μπροστά του απειλώντας τον,

«Μακριά από τον αδελφό μου!»,

«Έει ήρεμα! Δεν ξέρω τι σας έκανα πριν χάσω την μνήμη μου αλλά σου ορκίζομαι πως το μόνο που θέλω τώρα είναι να βοηθήσω τον αδελφό σου» αποκρίθηκε σηκώνοντας τα χέρια του ως ένδειξη πως δεν επρόκειτο να κάνει κακό ούτε σε εκείνον ούτε και στον αδελφό του. Ο άνδρας ακόμα θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά εκείνη τη στιγμή ο τυφλός άνδρας αγγίζοντας τον στον ώμο τού τον σταμάτησε αποκρινόμενος,

«Ηρέμησε Εαντχάρντ! Άφησε τον να με πλησιάσει»,

«Μα Ιομπχάρ…»,

«Αδελφούλη νιώθω πως λέει την αλήθεια και πως θέλει να αλλάξει» και με αυτά τα λόγια με την βοήθεια ενός ραβδιού που έμοιαζε να ήταν κατασκευασμένο από μοβ μπαμπού προσπέρασε τον μουτρωμένο αδελφό του ο οποίος μουρμούρισε πως ήταν πολύ ευκολόπιστος.

© 11/07/2022

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 1)

 

Μια νέα αρχή

Ό

ταν ξανάνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε πως είναι ζωντανός το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν πως η ημέρα του γάμου του, που την περίμενε εδώ και πέντε χρόνια καταστράφηκε εξαιτίας ενός τρελού, Ελπίζω να σαπίσει στην φυλακή μέχρι τα βαθιά του γεράματα αλλά που τέτοια τύχη. Άλλωστε στην Ελλάδα βρισκόμαστε, αναλογίστηκε ο Ιάσωνας την ώρα που άνοιγε η πόρτα του δωματίου. Νομίζοντας πως ήταν οι παππούδες του και ο φίλος του γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί για να τους ρωτήσει αν είναι καλά η Άννα. Μόλις αντίκρισε τον νεοφερμένο όμως τα έχασε, στο δωμάτιο είχε μπει μια άγνωστη η οποία φορούσε λευκά ρούχα που έμοιαζαν με εκείνα που φόραγαν οι υπηρέτες στα κινέζικα δράματα φαντασίας που έβλεπε ο Χου. Η νεαρή ήταν μικροκαμωμένη με μαύρα μαλλιά σε στυλ καρέ αλλά το ποιο περίεργο χαρακτηριστικό πάνω της ήταν τα κίτρινα αμυγδαλωτά μάτια της καθώς εκτός από το αφύσικο χρώμα τους η κόρη τους είχε το σχήμα εκείνων μιας γάτας. Όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα κανείς τους δεν μίλησε μέχρι που ο Ιάσωνας ρώτησε,

«Ποια είσαι; Τι γυρεύεις εδώ;» με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια το κορίτσι έμπηξε τις φωνές και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο αφήνοντας τον σύξυλο. Μα καλά σε τρελάδικο με έβαλαν; Αναρωτήθηκε καθώς άρχισε να παρατηρεί το δωμάτιο του νοσοκομείου,

«Μα που στο καλό είμαι;» αναφώνησε μόλις αντίκρισε το δωμάτιο το οποίο ήταν διακοσμημένο σε αρχαίο κινέζικο στυλ, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι κόκκινοι το οποίο συμβόλιζε, από ότι του είχε πει ο Χου, δύναμη με χρυσές λεπτομέρειες. Τα έπιπλα που υπήρχαν είχαν πάνω τους περίπλοκα σκαλίσματα τα οποία ενέπνεαν μια αρμονία στο χώρο. Φωτιστικά δεν υπήρχαν παρά μόνο κάποια σφαιρικά χάρτινα λευκά φανάρια που κρεμόντουσαν από ειδικούς γάντζους που υπήρχαν στις κολόνες των τοίχων. Όλα τα φανάρια ήταν διακοσμημένα με ζωγραφισμένα κλαδιά ανθισμένης κερασιάς και κρόσσια από χρυσή κλωστή στην βάση τους. Το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν είχε την μεταξωτή κουρτίνα που ήταν στα πλάγια τραβηγμένη. Αντικρίζοντας όλα αυτά μια τρομακτική ιδέα του πέρασε από το μυαλό αλλά για να την επιβεβαιώσει έπρεπε να βρει έναν καθρέφτη. Ευτυχώς στο κομοδίνο υπήρχε ένας ολόχρυσος ατομικός καθρέφτης. Μόλις αντίκρισε την εμφάνιση του πάγωσε, Δεν είναι δυνατόν! Σαστισμένος απέμεινε να κοιτάει το πρόσωπο μέσα στον καθρέφτη, δεν ήταν πλέον ένας τριαντάρης αλλά ένα νεαρό αγόρι το οποίο δεν έπρεπε να ήταν πάνω από εικοσιπέντε χρονών, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει τόσο πολύ που πρέπει να έφταναν μέχρι το τέλος της μέσης ενώ το δέρμα του ήταν λευκό και απαλό, καμιά σχέση με το τραχύ και ηλιοκαμένο που είχε την ημέρα του γάμου. Γενικά το μόνο ίδιο που υπήρχε στην όλη του εμφάνιση ήταν το ανοιχτό καστανό χρώμα των μαλλιών του και τα καστανά του μάτια. Μπήκα στο σώμα κάποιου άλλου; Μα αυτό συμβαίνει μόνο στις κινέζικες νουβέλες… Άρχισε να αναρωτιέται ο νεαρός αλλά οι σκέψεις του διακόπηκαν από το άκουσμα αρκετών βημάτων. Τρομαγμένος γύρισε να κοιτάξει την πόρτα η οποία είχε παραμείνει ορθάνοιχτη. Έπειτα από μερικά λεπτά αναμονής στο δωμάτιο μπήκαν τέσσερα άτομα. Από αυτούς τον μόνο που αναγνώρισε ήταν η νεαρή κοπέλα που είχε μπήξει τις φωνές μόλις τον είδε. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του να την ρωτήσει τι συμβαίνει η πιο αριστοκρατικά ντυμένη κοπέλα η οποία του έμοιαζε αρκετά όρμησε στην αγκαλιά του κλαψουρίζοντας,

«Είσαι ζωντανός! Αχ Γιν Φάνκ συγνώμη αλλά δεν μας είχες αφήσει άλλη επιλογή»,

«Ορίστε;» ψέλλισε σιγανά. Ακούγοντας την σαστισμένη του απάντηση η νεαρή κοπέλα έντρομη τον ρώτησε κοιτάζοντας τον στα μάτια,

«Γιν Φάνκ; Δεν με θυμάσαι; Η πολυαγαπημένη σου αδελφή είμαι, η Γιν Ξιάνκ»,

«Αδελφή;» μουρμούρισε έκπληκτος,

«Ναι, σε νομίζαμε για νεκρό και σήμερα θα σε καίγαμε αλλά ευτυχώς η Χαν Ζιχούα μας ειδοποίησε πως είσαι ζωντανός» αποκρίθηκε κάνοντας νεύμα στην νεαρή που τον είχε βρει. Εκείνη πριν πλησιάσει υποκλίθηκε τρέμοντας όπως οι κινέζοι υπηρέτες,

«Γιατί τρέμει; Πριν πάθω το ατύχημα ήμουν σκληρός μαζί της;» ρώτησε την Γιν Ξιάνκ γεμάτος περιέργεια. Η ματιά που της έριξε ήταν τόσο αθώα σαν μικρού παιδιού που η κοπέλα δεν είχε το θάρρος να του απαντήσει.

«Στα αλήθεια ρωτάς;» αποκρίθηκε θυμωμένα ένας νεαρός άνδρας με ασημί δέρμα ο οποίος σε αντίθεση με τους υπόλοιπους το μόνο που φορούσε ήταν μια λευκή μακριά ανδρική φούστα η οποία στα πλάγια είχε δύο αισθησιακά σκισίματα, το σώμα του ήταν λεπτό με κοιλιακούς, τα πυκνά και καστανά μαλλιά του κάλυπταν τον λαιμό του. Τα καταγάλανα μάτια του εξέπεμπαν τόσο μίσος προς τον Ιάσωνα που ο καημένος τρόμαξε,

«Εγώ…» άρχισε να τραυλίζει αλλά ο τελευταίος άνδρας που ήταν παρόν τον διέκοψε,

«Πως τολμάς τιποτένιε Κελκάρ να τρομάζεις τον άρχοντα Γιν;» Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο άνδρας γύρισε προς τον ξανθό υπηρέτη έξαλλος. Η ατμόσφαιρα φαινόταν στον Ιάσωνα πολύ τεταμένη και για να αποφύγει τα χειρότερα αποκρίθηκε,

«Φαίνεται πως έχασα την μνήμη μου» αμέσως όλοι τους γύρισαν να τον κοιτάξουν, «Για αυτό θα ήθελα αν μπορεί κάποιος από εσάς να μου εξηγήσει τι συμβαίνει και να αφήσετε καταμέρος τις αψιμαχίες»,

«Αχ αδελφούλη μου!» αποκρίθηκε η κοπέλα που λεγόταν Γιν Ξιανκ βάζοντας τα κλάματα καθώς άρχισε να του εξιστορεί τι είχε συμβεί. Από τα λεγόμενα της ο Ιάσωνας πείστηκε πως δεν ήταν πλέον στην Γη αλλά στον πλανήτη Υιαβάρ που του είχε πει ο παππούς του την ημέρα του γάμου του. Το τωρινό του όνομα ήταν Γιν Φάνκ και ήταν ο πρωτότοκος γιός μιας πλούσιας οικογένειας Σακούρ, ενός λαού που έμοιαζε με τους αρχαίους κινέζους. Η μόνη διαφορά ήταν πως ανά τακτά χρονικά διαστήματα γεννιόντουσαν άτομα με μαγεία. Αυτά τα άτομα είχαν είτε μάτια γάτας όπως η υπηρέτρια που τον βρήκε, η Χαν Ζιχούα είτε ροζ μαλακά, σαν πέταλα κερασιάς λέπια δράκου ή κέρατα δράκου. Μάλιστα υπήρχε η πολύ σπάνια πιθανότητα να γεννηθεί ένα άτομο που να είχε και τα τρία χαρακτηριστικά. Ανάλογα με το τι μαγικό χαρακτηριστικό είχε ο μάγος ή η μάγισσα που γεννιόταν ακολουθούσε το αντίστοιχο μονοπάτι μαγείας. Τα μονοπάτια μαγείας ήταν τέσσερα όσοι και οι θεοί δράκοι που προστάτευαν τους Σακούρ. Οι τέσσερις αυτοί θεοί αποτελούσαν το Πάνθεον των Ουράνιων δράκων, ο αρχηγός τους και προστάτης των ατόμων που είχαν και τα τρία χαρακτηριστικά λεγόταν Σεν Ζιάνγκ, ο θεός της μοίρας. Οι Σακούρ τον παρίσταναν, όπως και όλα τα μέλη του Πάνθεον με δύο μορφές, μια που έπαιρνε όταν βοηθούσε τους προστατευόμενους του και την πραγματική του. Οι θρύλοι έλεγαν πως ήταν ένας τεράστιος ολόλευκος κινέζικος δράκος που μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα ανθρωποειδές πλάσμα το οποίο από την μέση και πάνω έμοιαζε με έναν άνδρα απαράμιλλης ομορφιάς με κέρατα δράκου και από την μέση και κάτω με ένα ολόλευκο φίδι. Το μονοπάτι μαγείας που προστάτευε ήταν το Μοντέα και σε αυτό εκπαιδεύονταν οι ιερείς οι οποίοι άνηκαν στην πολύ σπάνια κατηγορία μάγων. Οι πέντε πιο δυνατοί ιερείς αποτελούσαν τους Φύλακες του Ουράνιου δράκου. Που ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ενέργεια που βρισκόταν στην ουράνια καρδιά τους μόνο δύο φορές την ημέρα για να πουν την μοίρα των πιστών. Εάν κάποιος φύλακας έκανε το λάθος να ξεπεράσει αυτό το όριο διατάρασσε την συμπαντική ισορροπία η οποία για να επανέλθει έπρεπε ο συγκεκριμένος φύλακας να χάσει το φως του για μια εβδομάδα. Η επόμενη θεότητα στην ιεραρχία του πάνθεον ήταν η σύζυγος του Σεν Ζιάνγκ, η Ντουάν Λίν η θεά της μελωδίας η οποία προστάτευε το μαγικό μονοπάτι του Τραγουδιού. Όσοι ακολουθούσαν το συγκεκριμένο μονοπάτι ήταν εκείνοι που είχαν γεννηθεί με κέρατα δράκου καθώς μέσα τους είχαν την Μελωδία, ένα είδος ροζ ενέργειας η οποία μπορούσε να δώσει μαγικές ιδιότητες σε ένα μουσικό όργανο. Όσο ποιο δυνατός ήταν κάποιος στο συγκεκριμένο μαγικό μονοπάτι τόσες πιο πολλές σαγηνευτικές μελωδίες μπορούσε να παίξει με το προσωπικό του μουσικό όργανο. Εκτός από τα μαγικά μονοπάτια του Μοντέα και του Τραγουδιού υπήρχαν το Γιν/Γιάνγκ και το Νταόσμ. Από αυτά τα δύο το ποιο γνώριμο στον Φανκ ήταν το τελευταίο καθώς έμοιαζε πάρα πολύ με τις μαγικές τέχνες που εικονίζονταν στα κινέζικα δράματα, άνιμε, νουβέλες και μάνγκα καθώς και στα δύο χρησιμοποιούνταν το Ντάο για να ελεγχθούν τα μαγικά σπαθιά τους.

«…Κάποια πολύ αρχαία σπαθιά μπορούν να δημιουργήσουν μια μορφή με νόηση και αισθήματα για να βοηθήσουν τους κατόχους τους. Αυτά τα πλάσματα ονομάζονται γκεστάρ, δηλαδή φαντάσματα σπαθιών. Α επίσης αδελφούλη ότι και να κάνεις δεν πρέπει με τίποτα να συναναστραφείς με άτομα τα οποία ακολουθούν το μαγικό μονοπάτι Γιν/Γιανγκ»,

«Γιατί;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια διακόπτοντας το λογύδριο της για πρώτη φορά,

«Επειδή δεν ξέρεις ποτέ ποιος από αυτούς έχει δημιουργήσει μια δαιμονική καρδιά»,

«Δαιμονική τι;»,

«Θα σου εξηγήσω αύριο, τώρα είναι πολύ αργά και πρέπει να ξεκουραστείς. Το χρειάζεσαι ύστερα από το σοκ που πέρασες» αποκρίθηκε καλοσυνάτα η νεαρή κοπέλα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο με την υπηρέτρια και τον νεαρό Κελκάρ ο οποίος για μια στιγμή κοντοστάθηκε στην πόρτα κοιτάζοντας τον με μισός και… με δυσπιστία; Έτσι είχε φανεί στον Φανκ ο οποίος αναρωτιόταν τι μπορεί να είχε κάνει ο προκάτοχος αυτού του σώματος που να έκανε τον νεαρό Μειμάρ, όπως είχε ακούσει την αδελφή του να τον φωνάζει, να τον μισεί. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν συνειδητοποίησε πως ο μοναδικός που είχε μείνει στο δωμάτιο ήταν ο ξανθός νεαρός που τον είχε υπερασπιστεί μέχρι που άκουσε κάποιον να μουρμουρίζει,

«Άρχοντα μου θα θέλατε να κάνετε ένα μπάνιο πριν πέσετε για ύπνο;»,

«Ε… αν αυτό είναι δυνατόν» του απάντησε ντροπαλά καθώς δεν είχε ακόμη συνηθίσει να τον αποκαλούν άρχοντα,

«Τότε θα πάω να πω στις υπηρέτριες να ετοιμάσουν τα έλαια και τα βότανα. Μέχρι να είναι έτοιμα αν θέλετε μπορείτε να κάνετε μια βόλτα στον όμορφο κήπο σας όπως κάνατε παλιά. Ίσως να σας έρθουν αναμνήσεις από πριν το ατύχημα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο νεαρός άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά ο υπηρέτης τον διέκοψε συμπληρώνοντας, «Μην ανησυχείτε θα ειδοποιήσω τους προσωπικούς σας φρουρούς καθώς θα βγαίνω από το δωμάτιο» και με αυτά τα λόγια βγήκε χαμογελώντας από αυτό. Έχοντας μείνει πλέον μόνος σηκώθηκε από το κρεβάτι σκεπτόμενος όσα του είχε πει η αδελφή του συγκεκριμένου σώματος. Ψάχνοντας στο δωμάτιο βρήκε κάποια ρούχα τα οποία πρέπει να ήταν του προκατόχου του. Αν και το στυλ τους ήταν πολύ αρχοντικό για τα γούστα του τα φόρεσε μην έχοντας άλλη επιλογή. Την ώρα που έβαζε τον τελευταίο πορφυρό μανδύα οι δύο φρουροί μπήκαν στο δωμάτιο. Βλέποντας τον να προσπαθεί μάταια να ντυθεί ο ένας από τους δύο με ένα χαιρέκακο χαμόγελο τον πλησίασε,

«Άρχοντα μου θέλετε βοήθεια;» τον ρώτησε με δήθεν στοργική φωνή,

«Εμ… συγνώμη αλλά φαίνεται πως χτύπησα τόσο πολύ το κεφάλι μου που ξέχασα μέχρι και πώς να ντύνομαι» του απάντησε αναψοκοκκινισμένος από ντροπή καθώς ο δεύτερος φρουρός που είχε παραμείνει αμίλητος τον βοηθούσε να φτιάξει την ενδυμασία του.

«Δεν πειράζει άρχοντα μου! Είναι θαύμα που έπειτα από την απόπειρα δολοφονίας σας ζείτε…»,

«Με δολοφόνησαν;» ρώτησε έκπληκτος και ο δεύτερος φρουρός κοίταξε τον συνάδελφο του με ένα βλέμμα που έσταζε αίμα,

«Τι; Την αλήθεια λέω! Λίαν Ρου πρέπει να ξέρει πως η «αγαπημένη» του αδελφή και ο σκλάβος εραστής της αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν…»,

«Γιατί προσπάθησαν να με σκοτώσουν; Τι τους έκανα;» ρώτησε τρέμοντας ο Φάνκ,

«Δεν χρειάζεται να ξέρετε ακόμη άρχοντα μου στην κατάσταση που είστε. Είμαι σίγουρος πως όταν έρθει η ώρα η αρχόντισσα Ξιάνκ θα σας εξηγήσει» αποκρίθηκε για πρώτη φορά από τότε που μπήκαν μέσα στο δωμάτιο ο πρασινομάλλης άνδρας με τα κόκκινα μάτια γάτας, που κοίταζαν με αηδία τον άλλο άνδρα, «Για αυτό θα σε παρακαλούσα Λούογιανκ να κοιτάς την δουλειά σου και να μην μπλέκεσαι στα θέματα της οικογένειας» και με αυτά τα λόγια πέρασε το αριστερό του χέρι προστατευτικά γύρο από τον Φάνκ βοηθώντας τον να βγει έξω. Να μην μπλέκομαι στα θέματα της οικογένειας; Σιχαμένε, αυτή η οικογένεια είναι δική μου από την μεριά του πατέρα μου. Αν δεν συνέβαινε αυτό με την απόπειρα δολοφονίας του κακομαθημένου Γιν Φάνκ τώρα θα ήμουν εγώ ο άρχοντας αυτής της κατοικίας και θα έπαιρνα εκδίκηση για όσα πέρασε η μητέρα μου στα χέρια του πατέρα του. Η μόνη λύση πλέον είναι να αυξήσω την δοσολογία του λουλαμπάι στην πίπα του. Μόνο έτσι θα μπορώ να τον κάνω ότι θέλω. Αναλογίστηκε θυμωμένος ο μαυρομάλλης άνδρας ακολουθώντας τους κατά πόδας. Το μόνο που του περνούσε από το μυαλό ήταν πως θα κατάφερνε να κάνει τον Φάνκ στην κατάσταση που βρισκόταν να τον εμπιστευθεί τόσο ώστε να μπορέσει να αυξήσει την δοσολογία του συγκεκριμένου ναρκωτικού.

© 06/07/2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...