Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Ο άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 2)

 

Έσπαγε το κεφάλι του να βρει έναν τρόπο να τον απομακρύνει από τον Λίαν Ρου ώστε να μπορεί ανενόχλητος να τον παραμυθιάσει όπως έκανε και πριν την απόπειρα δολοφονίας του Γιν Φάνκ. Καθώς σκεφτόταν πως θα μπορούσε να το καταφέρει ο νεαρός άρχοντας αντικρίζοντας τον πανέμορφο κήπο με τα περίεργα και μυστηριώδη φυτά και δέντρα τους ρώτησε έκπληκτος,

«Όλος αυτός είναι ο κήπος της οικογένειας μου;»,

«Φυσικά άρχοντα μου! Ένα ένα από αυτά τα λουλούδια και δέντρα τα έφερνε από τα ταξίδια του ο πατέρας σας για εσάς» αποκρίθηκε με ένα στοργικό χαμόγελο ο πρασινομάλλης άνδρας καθώς τον οδηγούσε στην περιποιημένη πύλη του κήπου. Όσην ώρα ο Γιν Φάνκ χάζευε ενθουσιασμένος σαν μικρό παιδάκι τα περίεργα λουλούδια και δέντρα που φύτρωναν εκεί ο Λίαν Ρου του θύμιζε τα ονόματα και τις ιδιότητες κάποιων από αυτών. Από όλη τη μαγευτική χλωρίδα που είδε δύο φυτά του άρεσαν περισσότερο, την ιριδίζουσα ζέρμπερα η οποία μπορεί να θεραπεύσει και την πιο σοβαρή ασθένεια και έμοιαζε με ένα τριαντάφυλλο κατασκευασμένο από κρύσταλλο από το οποίο αντανακλώνταν προς όλες τις κατευθύνσεις όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το δεύτερο φυτό που του έκανε εντύπωση ήταν το δέντρο κόρνους λαμχάρους, ένα δέντρο θάμνος το οποίο είχε κίτρινους καρπούς που έμοιαζαν με βατόμουρα και μικρά μοβ άνθη που έμοιαζαν με εκείνα της μηλιάς. Το άρωμα των ανθών ήταν τόσο ευωδιαστό σαν κάποιος να είχε πάρει την καλύτερη κολόνια και να την είχε ρίξει πάνω σε αυτά,

«Είναι βρώσιμοι οι συγκεκριμένοι καρποί;» ρώτησε τον οδηγό και σωματοφύλακα του καθώς βλέποντας τους συγκεκριμένους καρπούς του ήρθε μια λιγούρα,

«Φυσικά άρχοντα μου! Μήπως πεινάσατε;» αποκρίθηκε με την σειρά του,

«Όχι…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση του και αμέσως το στομάχι του τον πρόδωσε βγάζοντας έναν ήχο όλο παράπονο που είχε μείνει άδειο αρκετή ώρα. Για λίγο οι δυο σωματοφύλακες απέμειναν έκπληκτοι να κοιτάζουν τον άρχοντα τους ο οποίος κοκκίνισε ντροπαλά. Όταν δε ξέσπασαν στα γέλια η ντροπή του Φανκ ήταν τόση που το πρόσωπο του έγινε κόκκινο σαν παντζάρι.

«Μην ανησυχείτε άρχοντα μου σε λίγο το δείπνο σας θα είναι έτοιμο! Μέχρι τότε θέλετε να δοκιμάσετε μερικούς από τους καρπούς του κόρνους λαμχάρους;» τον ρώτησε καλοσυνάτα μόλις ηρέμησε,

«Αν… αν αυτό είναι δυνατόν» του απάντησε κοιτάζοντας ντροπαλά το χορταριασμένο έδαφος. Η κίνηση αυτή φάνηκε αστεία στον Λούογιανκ ο οποίος βλέποντας τον συνάδελφο του να απομακρύνεται για να πάει να φέρει τους καρπούς βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Φανκ.

«Άρχοντα μου, σήμερα μου έφεραν τον καπνό από λουλαμπάι που μου ζητήσατε την προηγούμενη ημέρα. Μόλις φάτε ελάτε να χαλαρώσουμε καπνίζοντας» αποκρίθηκε σιγανά για να μην τον ακούσει ο Ρου. Ο Φανκ γεμάτος περιέργεια πήγε να τον ρωτήσει τι ήταν το λουλαμπάι αλλά μόλις τα μάτια του αντίκρισαν τα κόκκινα γατήσια δικά του με μιας τον έπιασε ένας αβάσταχτος πόνος στο κεφάλι. Αν και κράτησε μερικά δευτερόλεπτα για εκείνον φάνηκε πως για μια αιωνιότητα του τρύπαγαν τον εγκέφαλο. Σε εκείνο το διάστημα είδε ένα όραμα, είδε τον προκάτοχο του συγκεκριμένου σώματος να καπνίζει μια πίπα μαζί με τον Λούογιανκ. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά καθώς ο σωματοφύλακας δεν είχε το χαμένο βλέμμα που είχε ο πραγματικός Γιν Φανκ. Οι κινήσεις και η αργή ανταπόκριση σε αυτά που έλεγε ο σωματοφύλακας ήταν ολόιδια με εκείνη ενός χρήστη κοκαΐνης, οπίου κι άλλων παρόμοιων ναρκωτικών που υπήρχαν στην Γη. Μόλις τελείωσε το όραμα του ο Φανκ απομακρύνθηκε αμέσως από τον Λούογιανκ καθώς ένιωσε πως διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο από τον ίδιο του τον σωματοφύλακα. Ο οποίος βλέποντας την αντίδραση του αυτή νευριασμένος πήγε να τον πιάσει γερά από το μπράντζο αλλά εκείνη την στιγμή ο συνάδελφος του εμφανίστηκε κρατώντας ένα μεταξένιο μαντίλι μέσα στο οποίο υπήρχαν αρκετοί καρποί από τον θάμνο κόρνους λαμχάρους,

«Ορίστε άρχοντα μου, αυτοί είναι οι πιο ώριμοι και τρυφεροί καρποί της εποχής αυτής» αποκρίθηκε καθώς έτεινε προς το μέρος του το μαντίλι με τους καρπούς. Αμέσως ο Φανκ πλησίασε τον Ρου ανακουφισμένος που γλίτωσε από τις μηχανορραφίες του δεύτερου σωματοφύλακα του. Μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο από τον συγκεκριμένο άνδρα καλύτερα να τον αποφεύγω και να μην είμαι πότε μόνος μαζί του. Ποιος ξέρει, ίσως είναι εκείνος που δολοφόνησε τον προκάτοχο του συγκεκριμένου σώματος και τώρα ψάχνει τρόπο να ολοκληρώσει την δουλειά! Αναλογίστηκε ο Φανκ καθώς ευχαριστούσε τον πρασινομάλλη σωματοφύλακα του για το κολατσιό. Όσην ώρα έτρωγε ο Ρου συνέχισε την ξενάγηση στον κήπο, ήταν τόσο απορροφημένοι και οι δυο τους στην κουβέντα τους που δεν παρατήρησαν την μοχθηρή ματιά που τους έριξε ο Λούογιανκ ο οποίος θυμωμένος έσφιξε τις γροθιές του καθώς πρώτη φορά ο Γιν Φανκ του συμπεριφερόταν με αυτόν τον τρόπο, Τι στο καλό; Άλλες φορές ο κακομαθημένος ετεροθαλής αδελφός μου μόλις άκουγε πως είχα καπνό λουλαμπάι δεν κρατιόταν αλλά τώρα όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά απομακρύνθηκε κιόλας από κοντά μου. Από εμένα που με λάτρευε τόσο πολύ που με υπάκουγε τυφλά, αναλογίστηκε καθώς άρχισε να τους ακολουθεί μουτρωμένος κατά πόδας. Δεν θα άφηνε τον γιό του άνδρα που βίασε την μητέρα του να ξεφύγει τόσο εύκολα, Θα προσπαθήσω με τον ίδιο τρόπο άλλες δύο ημέρες αν συνεχίσει ο ηλίθιος να με αποφεύγει τότε θα αναγκαστώ να πάρω την εξουσία της οικογένειας βάφοντας τα χέρια μου με αίμα, από τις σκέψεις του τον έβγαλε η φωνή της υπηρέτριας που είχε ειδοποιήσει τους υπόλοιπους ενοίκους του αρχοντικού πως ο αρχηγός της οικογένειας ήταν ως εκ θαύματος ζωντανός,

«Άρχοντα μου το δείπνο είναι έτοιμο!» αποκρίθηκε υποκλινόμενη όπως έκαναν οι υπηρέτες στην αρχαία Κίνα. Αμέσως ο Φανκ αφού την ευχαρίστησε την ακολούθησε στην τραπεζαρία μαζί με τους δύο σωματοφύλακες του. Όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο αντίκρισε πάνω στο μεγάλο σκαλιστό τραπέζι ένα σωρό φαγητά που έμοιαζαν με τα παραδοσιακά των κινέζων, υπήρχαν διάφορα πιάτα ορεκτικών όπως  ρολά άνοιξης και χαρ γκάο τα οποία σύμφωνα με τον Χου ήταν μπουκίτσες από αλεύρι ρυζιού και γεμιστά με γαρίδες, χοιρινό λίπος και μπαμπού. Για κυρίως πιάτο οι υπηρέτριες είχαν σερβίρει νούντλς με κρέας το οποίο μια υπηρέτρια του είπε πως προερχόταν από άισντελ, ένα πουλερικό το οποίο έμοιαζε με κοτόπουλο αλλά είχε δύο κεφάλια και τέσσερα πόδια ενώ τα φτερά του ήταν πιο μεγάλα και μπορούσε να πετάξει αρκετά ψηλά. Οι διαφορές αυτού του πλάσματος με του ομοίου τού στην Γη κέντρισε πάρα πολύ το ενδιαφέρον του Φανκ ο οποίος ήθελε να μάθει κι άλλα για τον ολοκαίνουργιο κόσμο, Υιαβάρ στον οποίο βρισκόταν. Μόλις τελειώσω το φαγητό μου και χαλαρώσω στο μπάνιο που μου ετοιμάζει ο… αχ πως τον λένε τον υπηρέτη που με υπερασπίστηκε όταν πρωτοήρθα στον κόσμο αυτό; Αναλογίστηκε καθώς καθόταν στην θέση που του υπέδειξε ο Ρου. Την ώρα που έπιανε τα ξυλάκια για να φάει άρχισε να του πονάει ξανά το κεφάλι του και σε κλάσματα δευτερολέπτου άλλο ένα όραμα άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά του. Αυτή τη φορά είδε τον προκάτοχο του σώματος το οποίο είχε κυριεύσει η ψυχή του σε κατάσταση μέθης από τα ναρκωτικά που είχε καταναλώσει να φωνάζει και να χτυπάει τον συγκεκριμένο υπηρέτη. Το μόνο που κατάφερε να ακούσει καθαρά ήταν το όνομα του υπηρέτη που ήταν Ξιόγκ Τσιν. Τρομοκρατημένος από την βιαιότητα του προκατόχου του διέκοψε το όραμα αναρωτώμενος γιατί, ύστερα από αυτά που είδε στο όραμα του, ο υπηρέτης τον υπερασπίστηκε και του συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν δύο καλοί φίλοι. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν από τους πρώτους που θα με ήθελε νεκρό! Όταν μείνουμε μόνοι μας θα τον ρωτήσω ευθέως, αναλογίστηκε καθώς άρχισε να βάζει στο πιάτο του φαγητό. Κάποια στιγμή που έτρωγε συνειδητοποίησε δύο πράγματα, πως η αδελφή του και ο εραστής της δεν είχαν έρθει για φαγητό και πως όλοι οι υπηρέτες και οι σωματοφύλακες του αν και φαινόντουσαν πεινασμένοι δεν έκατσαν μαζί του να φάνε. Αμέσως έβαλε κάτω την μπουκιά που ετοιμαζόταν να καταναλώσει και αφού σκούπισε πολύ προσεκτικά τα λεπτεπίλεπτα και εκφραστικά χείλια του ρώτησε,

«Γιατί δεν τρώτε; Δεν είναι ευγενικό να τρώω μόνος μου»,

«Μα κύριε, δεν επιτρέπεται οι υπηρέτες να τρώνε με τους κυρίους» αποκρίθηκε υποκλινόμενη η Ζιχούα,

«Ανοησίες, αφού σας βλέπω πως πεινάτε. Δεν ξέρω τι Σακούρ ήμουν πριν χάσω την μνήμη μου αλλά αν θα πρέπει να αλλάξω κάτι που μάλλον έκανα πριν αυτό είναι τα γεύματα, από σήμερα όταν τρώω εγώ θα τρώτε και εσείς μαζί με εμένα και την αδελφή μου. Αλήθεια που είναι η Ξιάνκ;» αποκρίθηκε γεμάτος περιέργεια,

«Πήγε να δώσει κρυφά φαγητό στους σκλάβους Κελκάρ» πετάχτηκε ο Λούογιανκ πριν προλάβει η υπηρέτρια να πει κάτι με την ελπίδα πως μόλις μάθαινε την αλήθεια θα γινόταν πυρ και μανία αλλά η απάντηση του Φάνκ του έκοψε την φόρα και πάγωσε το χαιρέκακο χαμόγελο που διαγράφονταν στο πρόσωπο του,

«Ω! Γιατί δεν τους είπε να έρθουν εδώ να φάνε μαζί μας;» και πριν προλάβει κάποιος να του απαντήσει πρόσθεσε κοιτάζοντας με ένα γλυκό χαμόγελο την υπηρέτρια με τα κίτρινα αμυγδαλωτά μάτια γάτας, «Ζιχούα σε παρακαλώ πήγαινε και πες τους με ευγενικό τρόπο να έρθουν να φάνε μαζί μας. Πες τους ότι προσκάλεσα όλους τους υπηρέτες και τους σωματοφύλακες από εδώ και στο εξής να τρώνε μαζί με εμένα και εκείνη» Με αυτά τα λόγια έκανε νόημα στην νεαρή κοπέλα να αποχωρήσει για να πάει να εκτελέσει την εντολή του. Όσην ώρα περίμενε να γυρίσει μαζί με την αδελφή του και τους σκλάβους Κελκάρ, προς έκπληξη των παρευρισκόμενων δεν άγγιξε ξανά το φαγητό του. Μόλις η Ζιχούα επέστρεψε στο δωμάτιο ο Φανκ κοίταξε προς την μεριά της εισόδου και βλέποντας τους νεοφερμένους να μπαίνουν σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα του και τους καλωσόρισε. Οι μόνοι που φάνηκαν να χαίρονται που τον βλέπουν ήταν η Ξιάνκ, οι δύο γυναίκες που ήταν σωματοφύλακες της αδελφής του και ένας σκλάβος Κελκάρ ο οποίος συνειδητοποίησε έκπληκτος πως ήταν τυφλός. Αμέσως ο Φανκ έτρεξε κοντά του και αποπειράθηκε να τον βοηθήσει όμως ένας νεαρός με μαύρα μακριά μαλλιά και καστανά μάτια που φορούσε και εκείνος την ενδυμασία των σκλάβων μπήκε μπροστά του απειλώντας τον,

«Μακριά από τον αδελφό μου!»,

«Έει ήρεμα! Δεν ξέρω τι σας έκανα πριν χάσω την μνήμη μου αλλά σου ορκίζομαι πως το μόνο που θέλω τώρα είναι να βοηθήσω τον αδελφό σου» αποκρίθηκε σηκώνοντας τα χέρια του ως ένδειξη πως δεν επρόκειτο να κάνει κακό ούτε σε εκείνον ούτε και στον αδελφό του. Ο άνδρας ακόμα θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά εκείνη τη στιγμή ο τυφλός άνδρας αγγίζοντας τον στον ώμο τού τον σταμάτησε αποκρινόμενος,

«Ηρέμησε Εαντχάρντ! Άφησε τον να με πλησιάσει»,

«Μα Ιομπχάρ…»,

«Αδελφούλη νιώθω πως λέει την αλήθεια και πως θέλει να αλλάξει» και με αυτά τα λόγια με την βοήθεια ενός ραβδιού που έμοιαζε να ήταν κατασκευασμένο από μοβ μπαμπού προσπέρασε τον μουτρωμένο αδελφό του ο οποίος μουρμούρισε πως ήταν πολύ ευκολόπιστος.

© 11/07/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...