Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 1)

 

Το αυτοκρατορικό χαρέμι

Δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή του έναν άνδρα που να έμοιαζε σαν να έτρεχε στις φλέβες του αίμα ξωτικών. Τα καστανά του μαλλιά που ήταν δεμένα σε αλογοουρά έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου παροτρύνοντας όποιον τον αντίκριζε να τον πλησιάσει και να τραβήξει την γαλάζια κορδέλα που τα κρατάει στην θέση τους ώστε να πέσουν ελεύθερα σαν χείμαρρος απελευθερώνοντας το αιθέριο άρωμα τους. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί η αυτοκράτειρα χωρίς να τον έχει ξαναδεί θέλει να τον προσθέσει στο χαρέμι της. Είναι ο πιο όμορφος χορευτής που έχω αντικρίσει! Και μόνο με αυτό το πρόσωπο πολλές πλούσιες κυρίες θα τον ήθελαν στις συναθροίσεις τους για να τους χορεύει! Αναλογίστηκε καθώς πλησίαζε την μικρή ομάδα που είχαν σταματήσει σε έναν πάγκο που πουλούσε αρωματικά κεριά. Όταν πλησίασε αρκετά παρατήρησε πως ένα από τα άτομα που ήταν μαζί με τον νεαρό άνδρα φορούσε κουκούλα η οποία έκρυβε τελείως το πρόσωπο του. Αυτό έβαλε σε υποψίες τον στρατηγό αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή σκέφτηκε πως ήταν κάποιος εκκεντρικός πλούσιος που δεν ήθελε να τον δουν και να του πιάσουν την κουβέντα. Ίσως να είναι κάποιος μεγαλέμπορος που θέλει να ελέγξει τους υπαλλήλους του, αναλογίστηκε την ώρα που υποκλινόμενος αποκρινόταν,

«Με συγχωρείτε αλλά η αυτοκράτειρα επιθυμεί να συναντηθεί για ένα σημαντικό ζήτημα με τον νεαρό με το βέλο» Ακούγοντας τα λόγια του στρατηγού όλοι έμειναν άφωνοι,

«Με εμένα;» αποκρίθηκε ο Φανκ δείχνοντας τον εαυτό του για να σιγουρευτεί πως είχε ακούσει σωστά,

«Μάλιστα νεαρέ! Οπότε παρακαλώ ακολουθήστε με» Έτσι ο μεταμφιεσμένος άρχοντας αφού πρώτα εμπιστεύθηκε τον Αμάρθας στην αδελφή του και της ζήτησε να αγοράσει τα απαραίτητα για το αμενόρι ακολούθησε τον στρατηγό. Σε καθ’όλη την διάρκεια της πορείας τους μέχρι να φτάσουν στην αυτοκρατορική άμαξα κανείς τους δεν μιλούσε παρά μόνο περιεργάζονταν ο ένας τον άλλο κρυφά από τον συνοδοιπόρο του. Ο Φανκ βλέποντας την ολόχρυση ελαφριά πανοπλία του η οποία ήταν διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους υπέθεσε ορθώς πως ήταν κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός, Ίσως κάποιος στρατηγός! Αναλογίστηκε καθώς παρατηρούσε την χρυσή στέκα για τα μαλλιά που κρατούσε στην θέση τους την ολόμαυρη κόμη του που ήταν πιασμένη σαν και εκείνου σε μια ψηλή αλογοουρά εκτός από τούφες μαλλιών που πλαισίωναν αρμονικά τα πλάγια του προσώπου του. Ξαφνικά για μερικά κλάσματα των δευτερολέπτων οι ματιές τους συναντήθηκαν κάνοντας τα καστανά μάτια του να αντικρίσουν τα γαλάζια δικά του που έμοιαζαν με εκείνα μιας γάτας. Ντροπιασμένος διέκοψε την επαφή ζητώντας συγνώμη για την απρεπή του συμπεριφορά. Αυτό έκανε τον Ζανγκ Σιχόνγκ να βάλει τα γέλια,

«Δεν πειράζει νεαρέ! Κι εγώ στην θέση σου αν έβλεπα κάποιον από το παλάτι το ίδιο περίεργος θα ήμουν» αποκρίθηκε μόλις καταλάγιασε το γέλιο του,

«Και πάλι όμως δεν ήταν πρέπον να σας παρατηρώ τόσο επίμονα» αποκρίθηκε ταπεινά με κατεβασμένο το βλέμμα,

«Μην το σκέφτεσαι! Πως σε λένε νεαρέ; Εγώ είμαι ο Ζανγκ Σιχόνγκ αλλά όλοι οι φίλοι μου με φωνάζουν Σιχ!» αποκρίθηκε ευδιάθετα ο στρατηγός κάνοντας τον Φανκ να ξεχαστεί και να ανοίξει το στόμα του για να μαρτυρήσει το όνομα του με κίνδυνο να τον ακούσουν και ανεπιθύμητοι αλλά για καλή του τύχη εκείνη την ώρα μόλις είχαν φτάσει στην αυτοκρατορική άμαξα. Μέσα από την ολόχρυση άμαξα ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να λέει,

«Τον έφερες Σιχόνγκ;»,

«Μάλιστα αρχόντισσα μου!» αποκρίθηκε αμέσως εκείνος υποκλινόμενος,

«Ωραία πες του να περάσει και φρόντισε να μην μας ενοχλήσει κανένας» την ίδια ώρα που τα έλεγε αυτά ένα γυναικείο χέρι άνοιξε την βαθυκόκκινη κουρτίνα της άμαξας φανερώνοντας την θελκτική σιλουέτα της αυτοκράτειρας. Αντικρίζοντας την αμέσως ο Φάνκ θαμπώθηκε από την ομορφιά της αλλά ευτυχώς συνήλθε γρήγορα καθώς θυμόταν πως ήταν μεγάλη ασέβεια προς το πρόσωπο της αυτοκρατορικής οικογένειας να κοιτάξει κάποιος που δεν άνηκε σε αυτή κάποιο μέλος της στα μάτια. Βλέποντας τον όμορφο νεαρό να κατεβάζει γρήγορα το βλέμμα του στο πάτωμα και να υποκλίνεται ένα χαμόγελο ξέφυγε από τα χείλι της Λίνγκζιν καθώς το μόνο πράγμα που της άρεσε στην αυτοκρατορική ζωή ήταν που όλοι της φερόταν με τον σεβασμό που της άρμοζε. Δεν την ένοιαζαν τα προνόμια ή τα αμύθητα πλούτη που είχε αποκτήσει από τον γάμο της με τον παιδικό της φίλο που τύγχανε να ήταν κι ο τότε μέλλοντας αυτοκράτορας. Αν κι οι οικογένειες και των δυο τους ήταν χαρούμενες για την ένωση τους εκείνοι δεν ήταν καθόλου καθώς ούτε η Λίνγκζιν αλλά ούτε και ο Ζάο έτρεφαν τέτοιου είδους συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Μπορεί να ήταν καλοί φίλοι αλλά μέχρι εκεί. Οι δυο τους δέχτηκαν να παντρευτούν μόνο και μόνο για να κάνουν ευτυχισμένες τις οικογένειες τους καθώς και να συνεχίσουν την δυναστεία των Γι. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά με ένα αστραφτερό χαμόγελο πρόσταξε τον νεαρό χορευτή να ανέβει στην αυτοκρατορική άμαξα. Ο Φάνκ ακούγοντας την προσταγή της κοίταξε για τελευταία φορά τον Σιχ ο οποίος με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο τον παρότρυνε να υπακούσει την αυτοκράτειρα. Παίρνοντας μια ανάσα ο νεαρός χώθηκε μέσα στην πολυτελέστατη άμαξα της οποίας το εσωτερικό είχε όλες τις ανέσεις ενός σαλονιού αρχόντων.

«Κάθισε αντίκρυ μου» αποκρίθηκε η Λίνγκζιν με την πιο σαγηνευτική χροιά που είχαν ακούσει ποτέ τα αυτιά του, «Πως σε λένε νεαρέ;» τον ρώτησε μόλις εκείνος κάθισε,

«Φανκ! Γιν Φανκ» της απάντησε χωρίς να το σκεφτεί όταν όμως συνειδητοποίησε πως πρόδωσε την πραγματική του ταυτότητα ήταν πλέον αργά,

«Γιν Φανκ;» ρώτησε εκείνη και για λίγο κανείς τους δεν μιλούσε. Φοβούμενος πως τον είχε αναγνωρίσει ήταν έτοιμος να απολογηθεί αλλά για καλή του τύχη ο προκάτοχος του δεν είχε πολλές επαφές με την αυτοκρατορική οικογένεια οπότε η αυτοκράτειρα δεν τον αναγνώρισε, «Φανκ, ο άνδρας των ρόδων τι όμορφο όνομα!» Εκείνος τότε ανακουφισμένος που δεν τον αναγνώρισε πήγε να την ευχαριστήσει για το κομπλιμέντο αλλά η επόμενη φράση της τον άφησε σαστισμένο, «Το όνομα σου είναι ταιριαστό καθώς η ομορφιά του προσώπου σου, αν και καλυμμένο είναι ικανό να κάνει και την πιο δύσκολη κορασίδα να πέσει γονατιστή και να σε ζητήσει σε γάμο. Ευτυχώς που σε βρήκα εγκαίρως αλλιώς πολύ φοβάμαι πως δεν θα έμενες ανύπαντρος για πολύ. Οπότε δεν χρονοτριβώ…» καθώς άρχισε να λέει την τελευταία πρόταση η κοπέλα σηκώθηκε από το άνετο κάθισμα της και τον πλησίασε. Φτάνοντας σε απόσταση μερικών εκατοστών από τον όμορφο νεαρό έφερε το χαριτωμένο λευκό χέρι της στο πιγούνι του κάνοντας τον να την κοιτάξει στα καστανόχρυσα μάτια της. Μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν εκείνος ένοιωσε τον εαυτό του να τρέμει καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα το οποίο επιβεβαιώθηκε από τα επόμενα λόγια της, «Θέλω να γίνεις μέλος του χαρεμιού μου Φανκ»,

«Με όλο τον σεβασμό αυτοκράτειρα μου…» άρχισε να λέει τρομαγμένος καθώς του ερχόταν στο μυαλό ο όρκος που είχε δώσει στην Άννα όταν της είχε κάνει πρόταση γάμου ως Ιάσωνας, πως δεν επρόκειτο να πλάγιαζε με καμιά άλλη γυναίκα εκτός από την άλλη. Τώρα με την πρόταση που του έκανε η συνομιλήτρια του ένοιωθε πως πρόδιδε τον έρωτα της ζωής του, το μόνο πλάσμα που ήθελε να περάσει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μαζί του.

«Δεν στο ζητάω νεαρέ, σε διατάζω να με παντρευτείς! Ο γάμος θα γίνει το συντομότερο δυνατό και με την χλιδή που του αρμόζει. Μάλιστα για να είμαι βέβαιη πως εχθροί του αυτοκράτορα δεν θα σου κάνουν κακό θα διατάξω τον στρατηγό Ζάνγκ να σε προσέχει μέρα νύχτα σαν να ήσουν ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή ο διάδοχος του. Μόλις ετοιμαστεί το γαμπριάτικο σου ρούχο θα στείλω κάποιον έμπιστο να στο φέρει και να σε ειδοποιήσει για την ημερομηνία του γάμου μας» τον διέκοψε καθώς τον κοίταζε με ένα σκοτεινό βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις,

«Μ…μάλιστα!» αποκρίθηκε τρομοκρατημένος συγκρατώντας τα δάκρυα του,

«Ωραία! Α και πριν το ξεχάσω» και με γρήγορες κινήσεις, πριν προλάβει εκείνος να την σταματήσει του έβγαλε το βέλο αποκαλύπτοντας το θεϊκό πρόσωπο του. Αντικρίζοντας το η αυτοκράτειρα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα από το πόσο όμορφος ήταν ο άνδρας που θα της χάριζε την νίκη για το στοίχημα που είχε βάλλει με τον νόμιμο σύζυγο της. Αν και πρόλαβε να το δει μόνο μερικά δευτερόλεπτα πριν ο νεαρός κρύψει το όμορφο πρόσωπο του μέσα στις παλάμες των χεριών του τρομοκρατημένος ήταν αρκετά για να χαραχτεί μόνιμα στο μυαλό της. Πλέον κάνεις άλλος από το χαρέμι της δεν θα πλάγιαζε μαζί της μέχρι να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άνδρα και μάλιστα για να τον δεσμεύσει ολοκληρωτικά σε εκείνη αποφάσισε την νύχτα του γάμου να αποκτήσει το παιδί του. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορέσει να ξεφύγει και να με απαρνηθεί, αναλογίστηκε καθώς κατέβαζε τα χέρια του κάνοντας τον να την ξανακοιτάξει στα μάτια, «Μην φοβάσαι ρόδο μου! Δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό και θα σε προσέχω σαν να ήσουν ένας ελεστράρι! Πήγαινε τώρα όμορφο μου ρόδο θα πω στον στρατηγό Ζάνγκ να σε συνοδεύσει στην κατοικία σου» μόλις είπε αυτά τα λόγια τον πήρε απαλά από το χέρι σαν να ήταν από κρύσταλλο και τον βοήθησε να βγει από την άμαξα. Πριν όμως φρόντισε να ξαναβάλει στην θέση του το βέλο που κάλυπτε το κάτω μέρος του προσώπου του. Μόλις βγήκε η αυτοκράτειρα απευθυνόμενη στον Σιχόνγκ διέταξε,

«Από σήμερα και μέχρι να έρθει η ημέρα του γάμου μου με τον νεαρό από εδώ σε ορίζω υπεύθυνο για την ασφάλεια του! Δεν θέλω να του λείπει ούτε μια τόσο δα μικρή τριχούλα»,

«Μάλιστα υψηλοτάτη» αποκρίθηκε εκείνος υποκλινόμενος. Η Λίνγκζιν τότε ευχαριστημένη από την απάντηση του έκανε νόημα στον αυτοκρατορικό αμαξά να γυρίσουν στο παλάτι. Βλέποντας την άμαξα να απομακρύνεται ο στρατηγός πρότεινε να ξεκινήσουν να πάνε να βρουν τους φίλους του Φανγκ ο οποίος ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα παντρευόταν την αυτοκράτειρα και μάλιστα χωρίς την θέληση του. Από την μια δεν ήθελε να παντρευτεί καμία άλλη εκτός από την Άννα αλλά από την άλλη πρώτον δεν θα ήταν συνετό να κάνει από τόσο νωρίς εχθρούς και ειδικά τόσο ισχυρούς όσο η αυτοκράτειρα και δεύτερον η Άννα πλέον ανήκει στο παρελθόν. Όσο και να μην θέλει να το παραδεχτεί τα γεγονότα δεν τον άφηναν να μην το παραδεχτεί. Έτσι με βαριά καρδιά αποδέχτηκε την σκληρή πραγματικότητα πως από σήμερα ήταν λογοδοσμένος με την αυτοκράτειρα Ντάι. Αυτό όμως που τον βασάνιζε πιο πολύ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν πως θα έλεγε τα καθέκαστα στους υπόλοιπους, Άραγε πώς θα πάρουν τον γάμο μου με την αυτοκράτειρα; Αναλογίστηκε καθώς προχωρούσαν βαθιά στην αγορά για να βρουν τους υπόλοιπους. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν συνειδητοποίησε πως κάποιες κουκουλοφόρες μορφές τους παρακολουθούσαν. Ο Σιχόνγκ όμως εξαιτίας της αναπτυγμένης του ακοής λόγο της εκπαίδευσης του στο Νταόσμ εντόπισε τις εχθρικές παρουσίες οι οποίες ήταν διασκορπισμένες μέσα στο πλήθος και τους παρακολουθούσαν. Κατάφερε να μετρήσει τουλάχιστον τέσσερις σκοτεινές αύρες κάνοντας τα μάτια του να γουρλώσουν καθώς ευθύς συνειδητοποίησε πως δεν επρόκειτο για κατασκόπους Κελκάρ αλλά για δαίμονες. Αμέσως με το χέρι πάνω στην λαβή του πιστού του σπαθιού έτοιμος να το βγάλει από στιγμή σε στιγμή από το χρυσοστόλιστο θηκάρι του παρότρυνε τον Φάνκ να κάνουν γρήγορα. Εκείνος τότε καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά ρώτησε ψιθυριστά για να τον ακούσει μονάχα ο στρατηγός,

«Συμβαίνει κάτι;»,

«Έχουμε παρέα! Είναι τουλάχιστον τέσσερις δαίμονες διασκορπισμένοι στο πλήθος και έρχονται προς το μέρος μας. Ήμαστε περικυκλωμένοι! Να είσαι κοντά μου! Μην απομακρυνθείς ούτε ένα λεπτό» αποκρίθηκε ο Σιχόνγκ στον ίδιο τόνο. Τα λόγια του έκαναν τον Φάνκ να τρομάξει αλλά ευτυχώς από κίνδυνο μήπως και τους καταλάβουν οι δαίμονες κατάφερε να μην το δείξει, Να που και σε κάτι χρησίμευσαν τα μαθήματα υποκριτικής που κάναμε ως μάθημα επιλογής στο λύκειο, αναλογίστηκε ο νεαρός καθώς περπατούσε φαινομενικά ήρεμος. Δεν πέρασαν παραπάνω από δύο λεπτά και μπροστά τους εμφανίστηκε μια κουκουλοφόρα μορφή η οποία τους έκλεινε τον δρόμο την ίδια ώρα οι υπόλοιπες τρείς φιγούρες πήραν την θέση τους αριστερά, δεξιά και πίσω τους εμποδίζοντας τους να φύγουν.

«Μπα; Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε χαιρέκακα πρώτη φιγούρα η οποία υπέθεσαν λόγο της φωνής της πως ήταν γυναίκα, «Δεν πίστευα πως σήμερα θα ήταν η τυχερή μας ημέρα αλλά φαίνεται πως πετύχαμε αδέλφια έναν ελεστράρι και μάλιστα τόσο αγνό» πρόσθεσε η άγνωστη γυναίκα στις υπόλοιπες τρεις φιγούρες οι οποίες γέλασαν με το σχόλιο της.

«Πάνω από το πτώμα μου θα αφήσω να αγγίξετε με τα βρομόχερα σας τον εραστή της αυτοκράτειρας» γρύλισε ο Σιχόνγκ βγάζοντας από την θήκη του ταυτόχρονα το πιστό σπαθί του το οποίο κροτάλισε ευχαριστημένο που επιτέλους θα γευόταν αίμα δαιμόνων. Την ίδια ώρα οι τέσσερις δαίμονες πέταξαν τον μαύρο μανδύα με τις κουκούλες φανερώνοντας τα χαρακτηριστικά τους, και οι τέσσερις είχαν αυτιά και πέντε ουρές αλεπούς. Νιτσούνε; Αναρωτήθηκε έκπληκτος ο Φάνκ καθώς αναγνώρισε το συγκεκριμένο είδος δαίμονα από την ιαπωνική μυθολογία. Σύμφωνα με τους θρύλους οι Νιτσούνε ήταν για τους Ιάπωνες ότι ήταν οι Σούκουμπους και οι Ίνκουμπους για τους χριστιανούς, δαίμονες οι οποίοι τρέφονταν με την ενέργεια του θύματος τους μέσω της σωματικής επαφής.

«Ω; Ένας χορευτής γνωρίζει την φυλή μου ω νιώθω τόσο ευτυχισμένη!» αποκρίθηκε η δαίμονας με τα καφέ μακριά μαλλιά τα οποία ταίριαζαν με τα αυτιά και τις ουρές τις την ώρα που τα γαλαζοπράσινα αμυγδαλωτά μάτια της άρχισαν να τον επεξεργάζονται από πάνω μέχρι κάτω όλο λαγνεία. Ήταν τόσο πρόστυχη η ματιά της που ο Φανκ αισθανόταν σαν να στέκονταν μπροστά της γυμνός. Τρέμοντας και μόνο στην ιδέα προσπάθησε να εμποδίσει την ματιά της από το να κρυφτεί πίσω από τον στρατηγό ο οποίος της έριχνε μια ματιά που έσταζε αίμα. Δυστυχώς όμως στην προσπάθεια του αυτή του λύθηκε το βέλο αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του. Προσπάθησε να το ξαναφορέσει γρήγορα αλλά ήταν πλέον αργά οι δαίμονες που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του είχαν αντικρίσει το όμορφο πρόσωπο του. Κυριευμένοι από την λαγνεία με την οποία είχαν γεννηθεί οι δυο τους έκαναν νόημα στον δαίμονα που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του. Καταλαβαίνοντας τι ήθελαν να κάνουν τα δύο μικρότερα αδέλφια του χαμογέλασε στραβά πριν ορμήσει μαζί τους επάνω στον Φανκ. Την ίδια ώρα η αρχηγός τους επιτέθηκε στον Σιχ προσπαθώντας να του αποσπάσει την προσοχή από τις κινήσεις των αδελφών της. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που ο νεαρός δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε στο έδαφος με τρεις δαίμονες από πάνω του. Ο δαίμονας με τα μαύρα και κόκκινα μακριά μαλλιά αποκρίθηκε στους άλλους δύο,

«Ραν κράτα του τα χέρια και εσύ Ζε Ζε σκίστου τα ρούχα όσο εγώ του κρατάω τα πόδια»,

«Μάλιστα Κάι» αποκρίθηκαν και οι δύο με μια φωνή καθώς κίνησαν να εκτελέσουν τις οδηγίες του. Ο Φανκ προσπάθησε να αντισταθεί με όλο του το μένος αλλά ο λευκομάλλης δαίμονας που άκουγε στο όνομα Ραν τον κοίταξε στα μάτια καθώς χρησιμοποιούσε την ιδιότητα της φυλής του για να τον ηρεμήσει, την Σαγήνη. Ο νεαρός άρχοντας αντικρίζοντας τα διαφορετικού χρώματος μάτια του, ένα κίτρινο και ένα γαλάζιο τα οποία έλαμπαν ρυθμικά ένιωσε να χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας. Πλέον δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από το σαγηνευτικό πρόσωπο του λευκού δαίμονα, όλοι οι ήχοι γύρω του είχαν καταπνιγεί από την υπέροχη σαγηνευτική φωνή του όμορφου πλάσματος το οποίο τον παρότρυνε να αδειάσει το μυαλό του και να αφεθεί στην απαγορευμένη απόλαυση που θα του πρόσφερε εκείνος και τα αδέλφια του. Αμέσως υπάκουσε! Δεν τον ένοιαζε πλέον τίποτα παρά μόνο να ακούει ξανά και ξανά αυτή τη μαγευτική φωνή. Ευτυχώς όμως για εκείνον εκείνη την στιγμή κατέφτασε η αδελφή του με τον Μεϊμάρ και επιτέθηκαν με λύσσα στον δαίμονα που κράταγε τα πόδια του και σε εκείνον που ήταν έτοιμος να του σκίσει τα ρούχα. Η μάχη ήταν τόσο τρομερή που οι περαστικοί και οι έμποροι έτρεξαν τρομαγμένοι μακριά από την αγορά παρατώντας τους πάγκους με όλο το εμπόρευμα εκεί. Κάποιοι πιο ψύχραιμοι έτρεξαν να φέρουν τους τοπικούς φρουρούς που άνηκαν στο μαγικό μονοπάτι του Νταόσμ. Την ώρα που επικρατούσε όλος αυτός ο πανικός συνέβη κάτι απίστευτο ο Ραν ένιωσε ξαφνικά πως η Σαγήνη του έβγαινε εκτός ελέγχου και δεν μπορούσε να την ελέγξει, η δύναμη της δεκαπλασιάστηκε και οι ιδιότητες της αντιστράφηκαν καθώς πλέον ο δαίμονας με το κόκκινο τατουάζ στο κίτρινο μάτι του είχε αυτοϋπνωτιστεί. Τότε στο μυαλό του άρχισε να ακούει μια άγνωστη φωνή να τον παροτρύνει να φιλήσει το θύμα του στα χείλη το οποίο ήταν απαγορευμένη πράξη στον λαό του καθώς με το φιλί οι αρσενικοί Νιτσούνε δεσμεύουν την ψυχή και την βούληση τους με το ταίρι τους. Εκείνος τότε προσπάθησε να αντισταθεί αλλά αντικρίζοντας τον Φανκ έχασε κάθε βούληση να λύσει τα μάγια που για κάποιο λόγο ο ίδιος είχε προκαλέσει στον εαυτό του. Άρχισε τότε μαγεμένος να πλησιάζει το πρόσωπο του νεαρού χορευτή. Τα αδέλφια του νιώθοντας πως ο δεσμός που μοιράζονταν μαζί του έσπασε γύρισαν έντρομα προς την μεριά του. Βλέποντας τον να είναι έτοιμος να διαπράξει την απαγορευμένη πράξη έτρεξαν και οι τρεις κοντά του για να τον σταματήσουν αλλά ήταν πλέον αργά. Μόλις τα χείλη του άγγιξαν τα απαλά του παρολίγον θύματος τους τα αυτιά και οι ουρές του έγιναν στάχτη και εξανεμίστηκαν στον αέρα που σηκώθηκε ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, οι μαγικές του δυνάμεις δεσμεύτηκαν και τα μάτια του τα οποία έκλειναν από μια πρωτόγνωρη για εκείνον ηδονή έχασαν την λάμψη τους. Η μικρή τους αδελφή βλέποντας πως πλέον δεν μπορούσαν να σώσουν τον μεγάλο τους αδελφό τους διέταξε να φύγουν.

«Και θα τον αφήσουμε στα χέρια τους;» αποκρίθηκε ο Κάι ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει πίσω τον αδελφό τους,

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή! Αν η φύλαρχος τον δει θα τον σκοτώσει την ίδια ακριβώς στιγμή! Είναι λοιπόν καλύτερο να τον θεωρήσουμε νεκρό και να φύγουμε μακριά από εδώ για να μην πάθουμε τα ίδια! Ο συγκεκριμένος ελεστράρι έχει ξυπνήσει την μαγική του δύναμη» και με αυτά τα λόγια οι τρεις εναπομείναντες δαίμονες εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα παραπέτασμα καπνού. Την ίδια ώρα ο στρατηγός και οι δύο νεοφερμένοι ξύπνησαν από την σαστιμάρα τους και έτρεξαν να απομακρύνουν τον πρώην δαίμονα από πάνω από τον Φανκ ο οποίος εκείνη ακριβώς την στιγμή άρχισε να συνέρχεται από τα μάγια του Ραν. Δεν πρόλαβαν να κάνουν παρά μερικά βήματα όταν ο δαίμονας έχασε τις αισθήσεις.

«Τι έγινε μόλις τώρα;» Τους ρώτησε σαστισμένος καθώς σηκωνόταν ευθύς πάνω με ένα έντρομο βλέμμα παρατηρώντας τον αναίσθητο άνδρα. Εκείνος που του απάντησε ήταν ο Σιχόνγκ,

«Για κάποιο λόγο ο δαίμονας εξελίχθηκε σε έναν νεαρό Σακούρ ο οποίος από ότι είδα πριν χάσει τις αισθήσεις του τα μάτια του μετατράπηκαν σαν της γάτας. Μπορεί τώρα να εκπαιδευτεί στο μαγικό μονοπάτι Νταόσμ» αποκρίθηκε καθώς πλησίαζε τον Φανκ και τον αναίσθητο Ραν. Μόλις έφτασε πάνω του έσκυψε και τον πήρε στα χέρια του σαν νεόνυμφη νύφη. Την ίδια ώρα ο Τσιν μαζί με το αμενόρι τους πλησίασε ανήσυχος. Βλέποντας τον αφέντη του προβληματισμένο έβαλε με τον νου του τα χειρότερα και τρομαγμένος έδωσε τα γκέμια του αμενορίου στον Μεϊμαρ και έτρεξε αμέσως κοντά του. Ο νεαρός βλέποντας τον άνοιξε το στόμα του αλλά πριν αρθρώσει λέξη ο υπηρέτης σαν μαμά πάπια άρχισε να τον περιεργάζεται καθώς μονολογούσε,

«Και είχα κακό προαίσθημα όταν είδα τον στρατηγό Ζανγκ να σας ζητάει! Γιατί σας άφησα να πάτε μόνος σας; Αν σας συνέβαινε κάτι δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου»,

«Τσιν είμαι καλά μην ανησυχείς!» αποκρίθηκε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Αλλά αντ’αυτού είδε έκπληκτος τον πιστό υπηρέτη του να κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά σαν ερωτοχτυπημένο κοριτσόπουλο, «Τσιν…»,

«Α κοιτάξτε πως πέρασε η ώρα! Πρέπει να επιστρέψουμε πριν αναρωτηθούν που ήσαστε. Ευτυχώς πρόλαβα να αγοράσω αρκετά κεριά με άρωμα ιριδίζουσας ζέρμπερας» τον διέκοψε γυρνώντας γρήγορα πλάτη. Γεμάτος περιέργεια ο Φάνκ αποκρίθηκε,

«Έχεις δίκιο πρέπει να επιστρέψουμε πριν αντιληφθεί ο Λούογιαγκ πως λείπουμε και μπει σε υποψίες» έτσι μαζί με τον στρατηγό που κρατούσε τον αναίσθητο πρώην δαίμονα επέστρεψαν στην κατοικία των Φάνκ. Όταν είδε ο Σιχόνγκ που έφτασαν ρώτησε γεμάτος περιέργεια,

«Δουλεύεις για τον άρχοντα Γιν Φάνκ; Έχω ακούσει πως είναι ένας τρελός που αρέσκεται να σκοτώνει και να πίνει το αίμα των θυμάτων του για να παραμείνει νέος» Για κακή του τύχη τα λόγια αυτά τα άκουσε ο Τσιν ο οποίος έξαλλος απάντησε,

«Πως τολμάς να λες τέτοια λόγια μπροστά στον άρχοντα;»,

«Έε;» απέμεινε να τον κοιτάζει σαν ηλίθιος, «Τι είναι αυτά που λες;» πρόσθεσε σαστισμένος,

«Νομίζω στρατηγέ μου πως έχει γίνει μια μεγάλη παρεξήγηση! Ο χορευτής είναι ο αδελφός μου ο οποίος για λόγους ασφάλειας πήγε ινκόγκνιτο στην αγορά» αποκρίθηκε η Ξιάνκ χαμογελώντας αχνά. Ακούγοντας τα λόγια της ο Σιχόνγκ γύρισε προς τον Φάνκ σαν κεραυνοβολημένος.

«Αλήθεια λέει» αποκρίθηκε ο νεαρός άρχοντας καθώς έβγαζε το βέλο του προχωρώντας προς την είσοδο της κατοικίας των αδελφών Φανκ αφήνοντας τον σύξυλο. Εκείνη την ώρα ο Ραν έβγαλε ένα βογκητό καθώς άρχισε να συνέρχεται αμέσως με την βοήθεια του ακόμα θυμωμένου Τσιν τον πήγε να ξαπλώσει σε ένα από τα πολλά δωμάτια του κτηρίου στα οποία φιλοξενούνταν συνήθως οι επισκέπτες της οικογένειας. Αφήνοντας τον λοιπόν με τον υπηρέτη ο Σιχόνγκ πήγε και βρήκε τον Φανκ ο οποίος μόλις εκείνη την ώρα είχε αλλάξει σε ένα μακρύ κόκκινο κιμονό για άνδρες με πολύ μακριά και φαρδιά μανίκια τα οποία ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι που είχε σηκωθεί δροσίζοντας από το καταμεσήμερο. Το ρούχο ήταν διακοσμημένα με χρυσά μεταλλικά σχέδια τα οποία έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Στο χέρι του κρατούσε μια μαύρη βεντάλια σαν από μετάξι με χρυσές λεπτομέρειες και η οποία είχε μυτερές κορυφές κάνοντας της ένα κρυφό όπλο ενάντια όσων τολμούσαν να βλάψουν τον κάτοχο της. Όταν είδε το όπλο στα χέρια του ο στρατηγός γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του,

«Δεν το πιστεύω πως η οικογένεια Φανκ έχει στην κατοχή της ένα από τα έξι θρυλικά όπλα των Ουράνιων δράκων» αποκρίθηκε θαμπωμένος στην θέα αυτού του θρυλικού τεχνουργήματος,

«Θρυλικά όπλα;»,

«Μην μου πεις πως ο πατέρας σου δεν σου είπε τίποτα για αυτά;» την ίδια ώρα που τον ρώταγε αυτό ο Φανκ κατακλείστηκε από ένα όραμα. Σ        ε αυτό είδε έναν πολύ όμορφο άνδρα με μακριά καστανά μαλλιά τα οποία κάλυπταν σαν πέπλο την μέση του. Τα καστανά του μάτια που η κόρη τους ήταν σαν της γάτας ήταν καρφωμένα σε ένα μικρό αγοράκι το οποίο ήταν δεν ήταν πέντε χρονών και το οποίο κρατούσε με την βοήθεια του συγκεκριμένου άνδρα την βεντάλια που είχε στην κατοχή της η οικογένεια Γιν. Αμέσως ο Φανκ υπέθεσε πως το αγοράκι ήταν ο πραγματικός Γιν Φανκ σε μικρή ηλικία. Άρα ο όμορφος άνδρας είναι ο προηγούμενος πατριάρχης της οικογένειας; Αναρωτήθηκε καθώς αφουγκραζόταν για να ακούσει τι έλεγαν,

«Ουάου! Αδελφέ με αυτό πολεμάς τα τέρατα Κελκάρ;» αποκρίθηκε ο μικρός Φανκ κάνοντας τον να σαστίσει, Αδελφός; Η Ξιάνκ ποτέ δεν μου είπε πως στην οικογένεια υπήρχε και άλλος γιός. Άραγε γιατί! Όση ώρα αναρωτιόταν γιατί όλοι έκαναν πως δεν υπήρχε ποτέ μεγαλύτερος διάδοχος ο άνδρας γελώντας καλοδιάθετα με τα αθώα λόγια του μικρού αποκρίθηκε,

«Ναι, μικρό μου ρόδο αλλά δεν είναι όλοι οι Κελκάρ τέρατα»,

«Δεν είναι; Μα ο μπαμπάς λέει πως είναι δύσμορφοι και αρέσκονται να αρπάζουν τα παιδιά των Σακούρ και να τα τρώνε» αποκρίθηκε λιγάκι φοβισμένα,

«Αυτό σου είπε;»,

«Ναι!»,

«Χμ! Μήπως σου τα είπε αυτά για να μην βγαίνεις κρυφά τα βράδια από την οικία μας και παίρνεις τους δρόμους;» τον ρώτησε χαμογελώντας πονηρά,

«Μόνο μια φορά έγινε»,

«Φανκ!»,

«Καλά ήταν περισσότερες αλλά το έκανα για να έρθω να σε δω» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του,

«Αχ Φανκ! Ο χώρος εκπαίδευσης του στρατού δεν είναι μέρος για μικρά παιδιά και ειδικά το βράδυ! Τι θα συνέβαινε αν πάθαινες κάτι;» αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο άγνωστος μα ταυτόχρονα τόσο οικείος άνδρας,

«Δεν φοβάμαι γιατί ξέρω ότι θα με προστατεύεις πάντα άλλωστε δεν θα έχανα με τίποτα την εκπαίδευση σου καθώς όποτε σε βλέπω να χειρίζεσαι αυτή τη μαγική βεντάλια είναι σαν να χορεύεις στον ουρανό. Είσαι τόσο υπέροχος και όποτε οι φίλοι μου και εγώ συζητάμε για τα κατορθώματα σου εγώ φουσκώνω το στέρνο μου από υπερηφάνεια που σε έχω μεγάλο αδελφό»

«Ω νιώθω κολακευμένος που ο άρχοντας Φανκ με έχει σε τόσο μεγάλη υπόληψη» αποκρίθηκε αγγίζοντας παιχνιδιάρικα την καρδιά του,

«Είσαι και εσύ άρχοντας» του θύμισε ο μικρός,

«Το ξέρω αλλά προτιμώ να είμαι ελεύθερος σαν τον πρόγονο μας που έφτιαξε την συγκεκριμένη βεντάλια. Ξέρεις πως είναι ένα από τα έξι θρυλικά όπλα των Ουράνιων Δράκων;»,

«Θρυλικό όπλο; Ουράνιοι δράκοι; Εννοείς πως εμείς προερχόμαστε από τους Ουράνιους δράκους;» αποκρίθηκε με γουρλωμένα μάτια ο μικρός,

«Ναι! Σύμφωνα με τον θρύλο εκτός από το πάνθεον των Ουράνιων δράκων υπήρχαν κι άλλοι δράκοι οι οποίοι ήταν υπήκοοι του Σεν Ζιάγκ, του θεού της μοίρας και της οικογένειας του. Ουσιαστικά όλοι οι Ουράνιοι δράκοι άνηκαν στην φυλή ελεστράρι. Μια φυλή από την οποία λέγεται πως ανήκουν όλοι οι θεοί των φυλών που υπάρχουν πάνω στον Υιαβάρ»,

«Δηλαδή για αυτούς το πάνθεον ήταν η αυτοκρατορική οικογένεια;» ρώτησε ο μικρός γεμάτος περιέργεια,

«Κάτι τέτοιο»,

«Τότε γιατί όλες οι φυλές έχουν διαφορετικούς θεούς;»,

«Επειδή το καθήκον των τεσσάρων μεγάλων οίκων των ελεστράρι είναι να προστατεύουν τους κατοίκους του Υιαβάρ» αποκρίθηκε καθώς χάιδευε απαλά το κεφαλάκι του μικρού,

«Τέσσερις οίκοι;»,

«Μμ, οι τέσσερις οίκοι είναι η βασιλική οικογένεια των ελεστράρι, οι δύο έμπιστοι στρατηγοί του Σεν Ζιάγκ, ο αρχιερέας των ελεστράρι και ο προδότης»,

«Ωω! Εμάς μας προστατεύει δηλαδή το Πάνθεον των Ουράνιων δράκων;»,

«Ναι, τους Κελκάρ προστατεύουν οι δύο έμπιστοι στρατηγοί του θεού της μοίρας, η λευκή άγγελος Σιλάντε και ο μαύρος άγγελος Λούνο. Τα ξωτικά τα προστατεύει ο αρχιερέας Νέλουα ενώ τους δαίμονες ο προδότης Ρα, πατέρας των τριών φυλάρχων των δαιμόνων»,

«Κατάλαβα αλλά δεν μου είπες ακόμα την ιστορία των θρυλικών όπλων σαν την συγκεκριμένη βεντάλια»,

«Έχεις δίκιο μικρό μου ρόδο όμως είναι μεγάλη ιστορία και δεν ξέρω αν θα προλάβω να σου την πω όλη» αποκρίθηκε κοιτάζοντας τον μικρό Φανκ με αγάπη,

«Τότε πες μου για αρχή τα ονόματα τους και την ιστορία της συγκεκριμένης βεντάλιας και άλλη φορά μου λες των υπόλοιπων. Με αυτόν τον τρόπο θα έχεις δικαιολογία να έρχεσαι να με βλέπεις πιο συχνά» πρότεινε αποφασισμένα,

«Βλέπω μικρέ τα έχεις σκεφτεί όλα» αποκρίθηκε ο Λαν γελώντας με την εξυπνάδα του αδελφού του,

«Μμ! Αλλά τώρα έλα πες μου γρήγορα τα συμφωνημένα πριν έρθει η μαμά και αναγκαστείς να φύγεις»,

«Εντάξει, εντάξει! Λοιπόν εκτός από την βεντάλια Λούμινους υπάρχουν το σπαθί των Ουράνιων δράκων, το μαστίγιο Σολ, το ζένγκ της Αρμονίας, το φλάουτο της αγνότητας και η βελόνα Λότους. Σύμφωνα με τον οικογενειακό θρύλο ο πρόγονος της οικογένειας μας ο δράκος Γιν Άι για να προστατέψει την έγκυο Σακούρ γυναίκα του από τους δαίμονες έφτιαξε με την βοήθεια του σύμπαντος την συγκεκριμένη βεντάλια η οποία είχε την ιδιότητα να απορροφά την ψυχή του αντιπάλου. Όπως λοιπόν βλέπεις μικρό μου ρόδο το όπλο αυτό αν και μοιάζει με κοινή βεντάλια στην πραγματικότητα είναι ένα πάρα πολύ επικίνδυνο αντικείμενο το οποίο μπορεί να διαταράξει την ισορροπία του σύμπαντος. Για αυτό μόνο οι πιο δυνατοί και εκπαιδευμένοι άντρες της οικογένειας μας που ακολουθούν το μονοπάτι του Νταόσμ μπορούν να το ελέγξουν…»,

«Τι θα γίνει αν κάποιος από την οικογένεια μας που δεν έχει γεννηθεί με μάτια γάτας το αγγίξει;» ρώτησε γεμάτος απορία ο Φανκ προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψει τον τρόμο του,

«Μην ανησυχείς μικρέ! Σε αυτή τη περίπτωση ο Λούμινους χάνει την δύναμη του και συμπεριφέρεται σαν μια κοινή βεντάλια» αποκρίθηκε ο Λαν βάζοντας τα γέλια με την αντίδραση του αδελφού του ο οποίος ακούγοντας τα καθησυχαστικά λόγια του ηρέμησε και για ανέβει ξανά στα μάτια του αδελφού αποκρίθηκε παιδιάστικα,

«Ουφ ευτυχώς… όχι πως φοβήθηκα καθόλου! Μόνο τα μωρά φοβούνται»,

«Και εσύ μωρό είσαι» τον πείραξε,

«Δεν είμαι μωρό είμαι πέντε χρονών κοτσάμ άντρας» αποκρίθηκε πειραγμένα,

«Χε χε ότι πείτε υψηλότατε!»,

«Νομίζω πως τώρα με ειρωνεύεσαι»,

«Εγώ να σε ειρωνεύομαι; Μπα η ιδέα σου θα ήταν» αποκρίθηκε δήθεν αθώα. Ο μικρός θυμωμένος άνοιξε το στόμα του για να τον κατσαδιάσει αλλά εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο μια μεσήλικη έγκυο γυναίκα που φορούσε πράσινα αρχοντικά αρχαία κινέζικα ρούχα και που στην αγκαλιά της κρατούσε μια μικρή λευκή αλεπού ή τουλάχιστον κάτι που έμοιαζε πάρα πολύ με αλεπού καθώς είχε τρία μάτια αντί για δύο. Τα μακριά καστανά μαλλιά της που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν ήταν διακοσμημένα με μια περίτεχνα κατασκευασμένη ασημένια χτένα για τα μαλλιά η οποία κατέληγε σε μια πράσινη κορδέλα. Η χτένα ταίριαζε με τους ασημένιους απαστράπτοντες κρίκους που φορούσε στα αυτιά της. Τα καστανά της μάτια κοίταγαν με αγάπη την εικόνα μπροστά της και ένα χαμόγελο διαγράφτηκε από τα κατακόκκινα χείλη της. Εκτός από το γκριζάρισμα στα μαλλιά της τίποτα άλλο δεν προσέδιδε την κανονική της ηλικία καθώς το πρόσωπο της ήταν αψεγάδιαστο και το όμορφο αλαβάστρινο δέρμα της ευωδίαζε από το όμορφο άρωμα του. Αμέσως ο ενήλικας Φανκ κατάλαβε πως πρόκειται για την μητέρα του προηγούμενου ενοίκου του συγκεκριμένου σώματος. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την υπόθεση του και αμέσως ο μικρός Φανκ έτρεξε χαρούμενα κοντά της φωνάζοντας την μαμά.

«Χε χε! Τι κάνουν τα μικρά μου λουλουδάκια; Τα λέτε;» αποκρίθηκε εκείνη βάζοντας τα γέλια,

«Ναι! Ο Λαν μου έλεγε την ιστορία του θρυλικού όπλου της οικογένειας μας»,

«Α μάλιστα! Λοιπόν τώρα πρέπει να πεις αντίο στον αδελφό σου γιατί πρέπει να γυρίσει και εκείνος στα καθήκοντα του» Ακούγοντας τα λόγια της μητέρας του το πρόσωπο του μικρού συννέφιασε,

«Δεν μπορεί να μείνει λίγο ακόμα;» ρώτησε παραπονιάρικα,

«Δυστυχώς όχι τριανταφυλλάκι μου! Ο αδελφός σου πρέπει να επιστρέψει στον στρατό για να μπορείς εσύ και η αγέννητη αδελφούλα σου να κοιμάστε ήσυχα τα βράδια» τον καθησύχασε η μητέρα του καθώς έδινε στον μικρό την αλεπού για να του φτιάξει το κέφι,

«Πως ξέρεις μαμά πως θα είναι κοριτσάκι; Εγώ δεν θέλω να είναι κοριτσάκι αλλά αγοράκι»,

«Γιατί αυτό;» αποκρίθηκε ο Λαν βάζοντας τα γέλια καθώς τους πλησίαζε,

«Επειδή τα κορίτσια είναι χαζά» απάντησε ευθύς αμέσως,

«Χε χε! Και εγώ κοριτσάκι είμαι! Τι σημαίνει αυτό; Πως είμαι χαζή;» ρώτησε η μητέρα τους πειράζοντας τον,

«Μαμά εσύ δεν είσαι κορίτσι αλλά γυναίκα! Ο μπαμπάς λέει πως είναι διαφορετικά τα κορίτσια από τις γυναίκες και πως θα καταλάβω την διαφορά όταν μεγαλώσω» και σαν να σκέφτηκε κάτι ρώτησε γεμάτος περιέργεια την μητέρα του και τον μεγάλο αδελφό του, «Μαμά τι είναι σεξ;»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...