Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 2, Μέρος 4)

 

«Συγχωρέστε με κύριε!» άρχισε να λέει ανήσυχα καθώς αντίκρισε το σοβαρό ύφος του αφέντη του. Βλέποντας την αντίδραση του αυτή ο Φανκ προσπάθησε με πολύ μεγάλη επιτυχία να τον καθησυχάσει,

«Δεν πειράζει Τσιν! Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σου ζητάω συγνώμη που ύψωσα την φωνή μου ενώ σου είχα υποσχεθεί πως δεν θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο αλλά όταν άκουσα πως ήσουν πρόθυμος να αφαιρέσεις την ζωή σου σαν να ήταν κάποιο χαλασμένο φαγητό θύμωσα καθώς γνωρίζω από πρώτο χέρι πως ο θάνατος δεν είναι παιχνίδι! Είναι ένας δρόμος που αν τον πάρει κάποιος δεν υπάρχει επιστροφή εκτός κι αν οι Ουράνιοι δράκοι αποφασίσουν πως δεν έχει έρθει η ώρα του» του εξήγησε καθώς ηλιαχτίδες έπεφταν πάνω του κάνοντας τον να μοιάζει με έναν Ουράνιο δράκο ο οποίος είχε πάρει θνητή υπόσταση. Τουλάχιστον αυτό πίστευε ο Ξιόγκ Τσιν ο οποίος τον κοίταζε ερωτοχτυπημένος με ένα ονειροπαρμένο βλέμμα καθώς το μυαλό του κατακλίστηκε από πονηρές και πικάντικες σκέψεις που όλες είχαν επίκεντρο τον όμορφο άρχοντα Σακούρ που έστεκε μπροστά του. Ήταν τόσο παραδομένος στις φαντασιώσεις του που δεν άκουσε τον Φανκ να του μιλάει,

«Τσιν; Συμβαίνει κάτι; Γιατί έχεις κοκκινίσει σαν να είσαι μεθυσμένος;» ρώτησε ο νεαρός καθώς πέρασε την παλάμη του τρεις φορές μπροστά από τα μάτια του υπηρέτη ο οποίος ξαφνιασμένος απάντησε,

«Συγχωρέστε με κύριε φαίνεται πως αφαιρέθηκα για λίγο»,

«Δεν πειράζει! Έλα να με βοηθήσεις να ντυθώ γιατί στο τέλος δεν θα βρίσκουμε ούτε αρωματικό στικ» αποκρίθηκε γελώντας απαλά κάνοντας τον Τσιν να κοκκινίσει ακόμα πιο πολύ. Όταν τελικά έβαλε και το λευκό βέλο που κάλυπτε το πρόσωπο του από την μύτη και κάτω οι δυο τους βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Εκεί τους περίμεναν η Γιν Ξιάνκ και ο αρραβωνιαστικός της ο οποίος όταν είδε τον μέλλοντα κουνιάδο του να ξεπροβάλλει σταμάτησε τους κύκλους που έκανε καθώς τους περίμενε, σταύρωσε να χέρια του και δήθεν αδιάφορος ρώτησε,

«Γιατί σου πήρε τόσο πολύ να ετοιμαστείς; Στην αγορά θα πάμε όχι σε συνάθροιση αρχόντων» ακούγοντας τα λόγια αυτά τα δύο αδέλφια έβαλαν τα γέλια,

«Συγνώμη Μεϊμάρ! Άργησα αλλά νομίζω πως είμαι κατάλληλα ντυμένος για να πάω στην αγορά οπότε μην ανησυχείς» αποκρίθηκε ο Φανκ μόλις καταλάγιασε λίγο το γέλιο του.

«Ούμφ! Δεν ανησυχώ για εσένα αλλά για την αδελφή σου που ξεροστάλιαζε όρθια τόσην ώρα για να σε περιμένει» αποκρίθηκε κάνοντας τον θιγμένο καθώς του έριχνε μια κλεφτή ματιά. Πως το έπαθε; Σήμερα δεν φοράει ρούχα που φωνάζουν από μακριά πως είναι άρχοντας. Εύκολα θα τον πέρναγες για έναν νεαρό χορευτή από αυτούς που διασκεδάζουν τους πελάτες και τις πελάτισσες των πορνείων, αναλογίστηκε καθώς παρατήρησε πως ο Φανκ φορούσε μόνο έναν λευκό εσωτερικό μανδύα και έναν κόκκινο σαν αίμα που είχε κρυφά κουμπιά και μακριά μανίκια. Οι συγκεκριμένοι μανδύες ήταν τόσο μακριοί που έφταναν μέχρι τους αστραγάλους του αποκαλύπτοντας τα υπέροχα λευκά με χρυσές λεπτομέρειες παπούτσια χορευτή που φορούσε. Τα μακριά καστανά μαλλιά του τα είχε πιάσει σε μια ψηλή αλογοουρά με μια πολύ όμορφη γαλάζια κορδέλα που ταίριαζε με τα σκουλαρίκια και το μενταγιόν που φορούσε καθώς ήταν διακοσμημένα με γαλάζιους πολύτιμους λίθους που έμοιαζαν με αχάτη. Το βέλο που έκρυβε το μισό του πρόσωπο τόνωνε τόσο πολύ τα καστανά του μάτια που αν κάποιος με ασθενή αυτοσυγκράτηση διασταύρωνε την ματιά του με αυτά τότε θα έχανε την ψυχή του και θα γινόταν σκλάβος του. Μοιάζει με ένα ξωτικό από το μαγικό δάσος, αναλογίστηκε ο Μεϊμάρ την ώρα που η αρραβωνιαστικιά του αποκρίνονταν με ένα χαμόγελο,

«Μην τον ακούς αδελφούλη! Εγώ καθόμουν αναπαυτικά σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια που υπάρχουν στον κήπο σε αντίθεση με τον Μεϊμάρ ο οποίος όλη αυτή την ώρα έφερνε σβούρες σαν σύζυγος που περιμένει την γυναίκα του να γεννήσει»,

«Έει δεν έκανα καθόλου έτσι αγαπημένη! Μην του δίνεις ελπίδες» και με αυτά τα λόγια η παρέα καλοδιάθετα κίνησαν να παν στην αγορά. Όταν έφτασαν στην είσοδο της οικίας ο Φανκ παρατήρησε πως τους περίμεναν δύο άμαξες όπως εκείνες που έβλεπε στα κινέζικα δράματα φαντασίας μαζί με τον Χου.  Ήταν ξύλινες και από το μέγεθος τους φαίνονταν πως στην κάθε μια χωρούσαν δύο άτομα. Η οροφή τους ήταν σε σχήμα πυραμίδας φτιαγμένη από ύφασμα το οποίο ήταν βαμμένο χρυσό που κατέληγε σε μοβ. Τέλος στα πλάγια όπου ήταν η είσοδος των επιβατών υπήρχε μια σαν από μετάξι μοβ κουρτίνα που προστάτευε τους επιβάτες από το ελαφρύ αεράκι ενώ από την αντίθετη πλευρά υπήρχε ένα παράθυρο από όπου μπορούσαν οι επιβάτες να χαζέψουν το τοπίο και τους περαστικούς. Την κάθε μια έσερναν αντίστοιχα δύο πλάσματα που όμοια τους ο Φανκ δεν είχε ξαναδεί, έμοιαζαν με μεγάλα λευκά ελάφια αλλά στα κέρατα τους φύτρωναν λουλούδια κάνοντας κάποιον να πιστεύει πως δεν ήταν κέρατα αλλά μικρά δέντρα. Το ποιο περίεργο χαρακτηριστικό όμως πάνω τους ήταν τα μεγάλα διπλωμένα λευκόχρυσα φτερά που έμοιαζαν πάρα πολύ με εκείνα ενός αετού. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα του ο νεαρότερος οδηγός από τους δυο τους τον πλησίασε και τον ρώτησε φιλικά,

«Δεν έχεις ξαναδεί αμενόρια ξανά;»,

«Έτσι λέγονται αυτά τα όμορφα πλάσματα;» ρώτησε με την σειρά του ο Φανκ,

«Ναι, είναι από τα πιο φιλήσυχα και εύκολα στον δαμασμό τους μαγικά πλάσματα τα οποία κατοικούν στο Μαγικό δάσος ή αλλιώς Εθέρια όπως ονομάζεται το βασίλειο των ξωτικών» αποκρίθηκε εκείνος καθώς οδηγούσε εκείνον και τον Τσιν στην πρώτη άμαξα. Την ώρα που ο Φανκ περνούσε από δίπλα από δίπλα από ένα από τα δύο αμενόρια που τράβαγαν την άμαξα στην οποία θα επέβαιναν οι δυο τους άκουσε κάποιον με βαθιά φωνή να λέει,

«Πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω έναν ελεστράρι με σάρκα και οστά ύστερα από την μεγάλη μάχη των τριών έθνων του κόσμου Υιαβάρ εναντίον του θεού Ντελγούγιον και των τριών γιών του, των φυλάρχων των δαιμόνων. Πίστευα πως όλοι οι ελεστράρι είχαν πεθάνει κατά την δημιουργία της Μαύρης Ερήμου αλλά εσύ νεαρέ από άλλον κόσμο με γέμισες ελπίδα. Έλα κοντά μου να σου δώσω ένα δώρο» Τα λόγια αυτά ακούγονταν μέσα στο κεφάλι του σαν να είχε βάλει μουσική από ακουστικά. Όμως αυτό που τον άφησε άφωνο ήταν πως ένοιωσε ξαφνικά την ανάγκη να πάει κοντά στο αμενόρι. Για να μην κινήσει υποψίες καθώς δεν γνώριζε αν το άκουσαν και οι υπόλοιποι ρώτησε τον οδηγό της άμαξας,

«Μπορώ να το χαϊδέψω;»,

«Μα φυσικά! Αν νιώθεις αυτή την ανάγκη σημαίνει πως το αμενόρι σου μίλησε. Το οποίο είναι καταπληκτικό καθώς μιλάνε και καλούν μόνο τα άτομα που έχουν αγνή καρδιά» αποκρίθηκε χαρούμενος ο νεαρός καθώς τον οδηγούσε μπροστά στο μαγικό πλάσμα το οποίο είχε καρφωμένο το βλέμμα του στον Φανκ. Όταν το πλησίασε αρκετά εκείνο αφού υποκλίθηκε αποκρίθηκε τηλεπαθητικά,

«Άγγιξε με στα δέντρα που έχω για κέρατα» Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο νεαρός είδε έκπληκτος το χέρι του να πηγαίνει από μόνο του και να αγγίζει απαλά ένα πέταλο από τα ροζ λουλούδια που φύτρωναν στα κέρατα του αμενόρι. Αμέσως ένα φως τον κατέκλισε. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του ήταν μπροστά σε μια λίμνη από όπου ξεπηδούσαν ψάρια τα οποία έμοιαζαν με εκείνα από την εποχή των δεινοσαύρων ίσως και από πιο παλιά. Τα χρώματα τους κυμαίνονταν από λευκό μέχρι μαύρο. Στην πλευρά όπου βρισκόταν ξεκινούσε ένα υπέροχο δάσος από δέντρα των οποίων οι κορμοί τους έλαμπαν κυριολεκτικά σαν λάμπες και τα φύλλα τους τα οποία ήταν μοβ και έμοιαζαν με εκείνων της αμυγδαλιάς εξέπεμπαν ένα άρωμα το οποίο όμοιο του δεν είχε ξαναμυρίσει ποτέ του. Ήταν τόσο μεθυστικό και όμορφο που ήθελε να μείνει εκεί για πάντα και να το μυρίζει συνέχεια,

«Στην θέση σου δεν θα υπέκυπτα! Έχεις ακόμα πολλά να μάθεις πριν καταφέρεις να ελέγξεις το άρωμα του δέντρου σάιριν» ακούστηκε να λέει η ίδια φωνή που είχε ακουστεί και μέσα στο κεφάλι του αλλά όταν γύρισε ξαφνιασμένος να κοιτάξει προς τα εκεί όπου προήλθε ο ήχος απέμεινε σαστισμένος να κοιτάζει το πλάσμα που εμφανίστηκε στην αντίπερα όχθη με τα περίεργα λουλούδια που έλαμπαν σαν αστέρια. Αν και η φωνή άνηκε στο αμενόρι εντούτοις όμως η μορφή του είχε αλλάξει, το μισό του σώμα ήταν το ίδιο λευκό ελαφίσιο σώμα με τα διπλωμένα λευκόχρυσα φτερά στην πλάτη του που είχε το μαγικό αυτό πλάσμα αλλά από την μέση και πάνω υπήρχε ένα ανθρώπινο σώμα. Ήταν ένας λεπτός νεαρός ο οποίος δεν φορούσε τίποτα με αποτέλεσμα να φαίνεται το όμορφο λευκό δέρμα του που έμοιαζε τόσο απαλό που ο Φανκ κατακλείστηκε από την επιθυμία να το αγγίξει για να διαπιστώσει αν ίσχυε. Στους ώμους του ξεχύνονταν σαν χείμαρρος καστανά σπαστά μαλλιά που ήταν διακοσμημένα με τα λουλούδια που φυτρώνουν στα κέρατα των αμενόριων τα οποία, έκπληκτος συνειδητοποίησε πως ήταν ένα με τα μαλλιά του σαν να φύτρωναν από αυτά. Στην κορυφή του κεφαλιού του δέσποζαν περήφανα τα κέρατα των αμενόριων, «Χε χε! Όλοι σαστίζουν όταν βλέπουν για πρώτη φορά ένα είδος ξωτικού» αποκρίθηκε γελώντας μελωδικά ο νεαρός άνδρας,

«Υ…υπάρχουν πολλά είδη ξωτικών;» ρώτησε τραυλίζοντας σαστισμένα ο Φανκ,

«Ω ναι παρά πολλά! Ανάλογα με τα μαγικά πλάσματα ή τα μαγικά φυτά από τα οποία προέρχονται» αποκρίθηκε το ξωτικό αντικρίζοντας τον με τα καταγάλανα μάτια του που δεν έμοιαζαν καθόλου με ανθρώπινα αλλά με ελαφιού. Σε αυτά καθρεφτίζονταν μια σοφία αιώνων. «Για παράδειγμα, όπως θα κατάλαβες είμαι ένας Αμενόρι αλλά ακόμη δεν έχω μπει στην δεύτερη εξέλιξη ώστε να μπορώ να κρατήσω την ξωτικίσια μου υπόσταση εκτός του Εθέρ…» άρχισε να λέει το περίεργο πλάσμα καθώς τον πλησίαζε, πατώντας πάνω στην λίμνη σαν να ήταν ξηρά. Ούτε ένα τόσο δα μικρό κομμάτι των οπλών του δεν βούλιαξε στο νερό.

«Έθερ;» τον διέκοψε όλο απορία ο νεαρός άρχοντας,

«Μμ! Έχεις πολλά να μάθεις Ιάσωνα!» απάντησε με πατρική χροιά στην φωνή του καθώς συνέχιζε να περπατά χωρίς να επηρεάζει τα ψάρια της λίμνης που συνέχιζαν να πηδούν που και που στην επιφάνεια της σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

«Πως το…» άρχισε να λέει έκπληκτος που κάποιος γνώριζε πως δεν ήταν ο πραγματικός Γιν Φάνκ,

«Πως το γνωρίζω;» τον διέκοψε το ξωτικό σταματώντας μερικά μέτρα μακριά του χαμογελώντας καθώς πρόσθετε, «Αυτή είναι η ιδιότητα του λαού μου! Μπορώ να βλέπω την ψυχή των άλλων! Δεν μου ξεφεύγει τίποτα, όλες οι πράξεις σου καλές ή κακές τις βλέπω και τις κρίνω! Εσύ νεαρέ μου είσαι αρκετά αγνός για να εμφανίσω την πραγματική μου μορφή και να σου δώσω το δώρο των Αμενόρι! Όλοι οι θεοί, όχι μόνο το πάνθεον των Ουράνιων δράκων σε επέλεξαν για να νικήσεις τους δαίμονες και να αναβιώσεις την πέμπτη φυλή, τους Ελεστράρι»,

«Μα πως; Εγώ δεν έχω καμιά μαγική δύναμη, το σώμα αυτό εκτός από τα βασικά στο σπαθί δεν ξέρει κάτι άλλο» αποκρίθηκε καθώς κοίταζε με δυσπιστία τα χέρια του τα οποία δεν είχαν τον παραμικρό κάλο στην επιφάνεια τους,

«Η μαγεία των Ελεστράρι είναι η Αντιγραφή» του αποκρίθηκε στο αυτί το ξωτικό. Ξαφνιασμένος ο νεαρός από την ζεστή ανάσα που μπήκε στο αυτί του γύρισε να το αντικρίσει όταν έκπληκτος συνειδητοποίησε πως το πλάσμα είχε το μέγεθος ενός μεγάλου ελαφιού ενώ το ανθρώπινο πάνω μέρος του τον πέρναγε ένα κεφάλι. Βλέποντας την αντίδραση του ο Αμενόρι χαχάνισε ελαφρά κλείνοντας με ευχαρίστηση τα όμορφα μάτια του, «Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά καθώς ο χρόνος σου εδώ είναι περιορισμένος» αποκρίθηκε και βλέποντας την απορία στο βλέμμα του Φανκ πρόσθεσε, «Μην ανησυχείς ο χρόνος στο Εθέρ περνάει διαφορετικά από εκείνον στον υλικό κόσμο. Ένας χρόνος εδώ ισοδυναμεί με μία ώρα στον υλικό αλλά μην αγχώνεσαι δεν θα κάτσεις τόσο πολύ στον Εθέρ. Για σήμερα θα σου συστηθώ, θα δεσμευτώ μαζί σου και θα σου δώσω το δώρο του Διαβάσματος της ψυχής» Μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Αμενόρι υποκλίθηκε στον Φάνκ φέρνοντας το μπροστινό δεξί πόδι του μπροστά από τα υπόλοιπα τρία, το δεξί του χέρι στην καρδιά του με ανοιχτή την παλάμη προς αυτήν και χαμήλωσε το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού. «Το όνομα μου αφέντη είναι Αμάρθας, γιός του Μελέα και της Αρίστης»,

«Εμ… εμένα είναι Ιάσωνας και είμαι γιός του Ιάσωνα και της Σωτηρίας ή μπορείς να με λες και Γιν Φανκ για να μην μπερδεύεσαι» αποκρίθηκε ο άνδρας ντροπαλά προσπαθώντας να μιμηθεί την υπόκλιση του Αμάρθας ο οποίος βλέποντας το αυτό χαμογέλασε,

«Όπως επιθυμείς αφέντη Γιν»,

«Χωρίς το αφέντη αν δεν σε πειράζει» αποκρίθηκε κοκκινίζοντας ελαφρά καθώς δεν ήταν ακόμη συνηθισμένος να τον αποκαλούν έτσι, Ακόμα και όταν με λένε έτσι οι υπηρέτες μου έρχεται να τους το απαγορεύσω αλλά με αυτόν τον τρόπο θα καταλάβαιναν πως δεν είμαι ο πραγματικός Γιν Φάνκ! Αναλογίστηκε καθώς ο συνομιλητής του αποκρίθηκε ξεσπώντας στα γέλια,

«Εντάξει!» και αφού καταλάγιασε λίγο το γέλιο του πρόσθεσε λίγο πιο σοβαρά, «Ώρα για την τελετή δέσμευσης τώρα» και με αυτά τα λόγια πήρε ένα μικρό στιλέτο στο μέγεθος ενός χαρτοκόπτη από… Ο Φανκ δεν μπορούσε να καταλάβει πως εμφανίστηκε. Όλη αυτή την ώρα που μιλούσαν ήταν σίγουρος πως ο Αμενόρι δεν το κρατούσε. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα του ο Αμάρθας χαμογελώντας αχνά του εξήγησε πως το εκάστοτε ξωτικό μπορεί να ελέγξει το Έθερ του και να το κάνει να εμφανίσει ότι χρειαστεί από το στιλέτο της δέσμευσης όπως αυτό που κρατούσε στο χέρι του μέχρι ολόκληρες κοιλάδες,

«Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά τώρα! Άπλωσε το δεξί σου χέρι» πρόσθεσε απαλά καθώς έφερνε το λεπτεπίλεπτο στιλέτο πάνω από την παλάμη του αριστερού του χεριού κάνοντας μια τομή στο λευκό του χέρι το οποίο έγειρε πάνω από το δεξί απλωμένο χέρι του Φάνκ αφήνοντας να πέσουν μερικές σταγόνες χρυσού αίματος. Έκπληκτος ο Σακούρ είδε πως μόλις το παράξενο υγρό που είχε για αίμα ο Αμάρθας έπεσε πάνω στην παλάμη του άρχισε να λάμπει τόσο πολύ που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του άκουσε το ξωτικό να λέει μια ακαταλαβίστικη μα συνάμα και μελωδική φράση,

«إله الأرض استمع إلى كلماتي! أنا نجل» Μόλις τελείωσε τα συγκεκριμένα λόγια το φως σταμάτησε. Καθώς ο Φανκ ξανάνοιγε τα μάτια του ένοιωσε κάτι περίεργο στο χέρι του το οποίο έκπληκτος διαπίστωσε πως ήταν ένα τατουάζ που απεικόνιζε το κεφάλι ενός αμενόρι και το οποίο έλαμπε ελαφρά. Βλέποντας το σαστισμένο του βλέμμα ο Αμάρθας αποκρίθηκε με βαριά ανάσα, «Είναι το σύμβολο του λάου μας όταν δεσμευόμαστε με τον αφέντη μας. Η κάθε φυλή ξωτικών έχει διαφορετικά σύμβολα. Δεν έχουμε τον χρόνο να σου τα μάθω αλλά κάποια στιγμή που θα ήμαστε μόνοι μας και δεν θα βιάζεσαι σου υπόσχομαι πως θα στα πω. Τώρα όμως πρέπει να σου δώσω το δώρο του διαβάσματος των ψυχών»,

«Μα είσαι…» άρχισε να λέει καθώς τον έβλεπε καταβεβλημένο αλλά πριν προλάβει να ξεστομίσει μια λέξη παραπάνω ο Αμάρθας τον διέκοψε λέγοντας πάλι κάτι μελωδικές λέξεις,

«وهو عضو في» Έπειτα άξαφνα τον άρπαξε και τον φίλησε. Ξαφνιασμένος ο νέος αφέντης του Αμάρθας απέμεινε σαν στήλη άλατος στην θέση του. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησε πως αυτό δεν ήταν ένα κοινό φιλί στο στόμα καθώς ένιωσε πως περνούσε μέσα του μια ουσία που έμοιαζε με πνοή. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε καθώς ξαφνικά το μυαλό του άδειασε τελείως, τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν σαν να ήταν μικρογραφίες ενός ήλιου, τα μαλλιά του αιωρήθηκαν λίγο και το δέρμα του άρχισε να βγάζει ένα περίεργο άρωμα. Περίεργα λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν γύρω τους και ιριδίζουσες πεταλούδες άρχισαν να χορεύουν στον αέρα μέχρι που ξαφνικά γινόντουσαν μια λαμπερή σκόνη που εισχωρούσε μέσα στον Φανκ. Όλο αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα αλλά στην ψυχή του Ιάσωνα φάνηκε πως ήταν ένας αιώνας. Όταν τελικά ξαναπήρε την κυριαρχία του σώματος του Γιν Φάνκ και ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να καθαρίσει την όραση του αντίκρισε τρομαγμένος το ξωτικό να κείτεται κουρασμένο στο πάτωμα βαριανασαίνοντας τόσο πολύ που ο Φάνκ νόμιζε πως θα πάθαινε καρδιακή προσβολή, Αν τα ξωτικά παθαίνουν, αναλογίστηκε καθώς γονάτισε δίπλα του και φέρνοντας το ανθρώπινο μισό σώμα του κοντά του ρώτησε με φωνή που έτρεμε από ταραχή,

«Είσαι καλά; Γιατί δεν μου είπες πως θα πλήρωνες βαρύ τίμημα αν μου έδινες το Διάβασμα των ψυχών;»,

«Δεν είναι τίποτα! Μην ανησυχείς το μόνο που χρειάζομαι τώρα είναι ξεκούραση και θα είμαι μια χαρά. Δυστυχώς όμως η ξωτικίσια μου μορφή δεν θα μπορεί να σου μιλάει έως τότε τηλεπαθητικά οπότε θα σε αγγαρέψω να φροντίσεις την ζωική μου μορφή. Για μερικές ημέρες θα συμπεριφέρομαι και θα έχω την νοημοσύνη ενός πλάσματος που δεν έχει εξελιχθεί» αποκρίθηκε κουρασμένος καθώς ακούμπαγε στον ώμο του αφέντη του. Βλέποντας τον τόσο νυσταγμένο ο Φάνκ για να μην τον ταλαιπωρεί άλλο του υποσχέθηκε πως θα αγοράσει και θα προσέχει το σώμα του στον υλικό κόσμο έως ότου γίνει καλά καθώς και τον ρώτησε πως θα γύρναγε στον Υιαβάρ. «Μην ανησυχείς! Πλέον μπορείς να έρχεσαι και να φεύγεις από τον Έθερ μου ελεύθερα… Το μόνο που… που πρέπει να κάνεις… είναι να σκέφτεσαι εμένα όταν θέλεις… όταν θέλεις να με επισκέπτεσαι και… και να φέρνεις στο μυαλό σου έναν συγγενή σου ή κάποιο σημαντικό για… εσένα πρόσωπο όταν θέλεις να γυρίσεις στον υλικό κόσμο…» αποκρίθηκε πριν κλείσει νυσταγμένα τα μάτια του. Ο Φανκ βλέποντας πως ο καινούργιος του φίλος αποκοιμήθηκε τον ξάπλωσε απαλά στο χορταριασμένο δάπεδο με τα περίεργα λουλούδια που είχαν φυτρώσει όταν παραλάμβανε το δώρο των Αμενόρι. Καθώς έκανε να απομακρυνθεί από κοντά του ένα από τα λουλούδια που φύτρωναν στα μαλλιά του Αμάρθας κόπηκε μαζί με μια τούφα από τα μαλλιά του και με την βοήθεια του απαλού αέρα που σηκώθηκε ξαφνικά πήγε και έκατσε στο χέρι του Φανκ και μάλιστα σε εκείνο που είχε το τατουάζ. Βλέποντας το να κάθεται περήφανο πάνω σε αυτό έκλεισε με προσοχή και στοργή την παλάμη του καθώς έφερνε στο μυαλό του με κάθε λεπτομέρεια τα πρόσωπα της αδελφής του, του εραστή της και του Τσιν. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν μπροστά στο αμενόρι που τράβαγε την άμαξα στην οποία θα επέβαιναν εκείνος και ο πιστός του υπηρέτης. Το μόνο διαφορετικό που παρατήρησε ήταν πως το συγκεκριμένο αμενόρι είχε χάσει την νοήμονα λάμψη στα μάτια του και ανοίγοντας την παλάμη του δεξιού χεριού του όχι μόνο βρήκε μέσα σε αυτό το λουλούδι και την προσκολλημένη σε αυτό τούφα μαλλιών του Αμάρθας αλλά και το τατουάζ που απεικόνιζε το κεφάλι ενός αμενορίου με μόνη διαφορά πως αντί να λάμπει ήταν μαύρο σαν ένα κανονικό τατουάζ χένας, Ίσως μόνο στον Έθερ του Αμάρθας λάμπει, αναλογίστηκε ο Φανκ. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν κατάλαβε πως ακόμα δίπλα του βρισκόταν ο νεαρός οδηγός της άμαξας με αποτέλεσμα να ξαφνιαστεί όταν άκουσε την έκπληκτη φωνή του καθώς είχε δει το τατουάζ και την τούφα μαλλιών με το λουλούδι,

«Απίστευτο! Σε επέλεξε για αφέντη! Πω πω είσαι πολύ τυχερός πολύ λίγοι έχουν αρκετά αγνή καρδιά για να δεθούν με ένα τέτοιο πλάσμα» τα λόγια του τα άκουσαν και οι υπόλοιποι με αποτέλεσμα έκπληκτοι να περιτριγυρίσουν τον Φανκ ο οποίος σαστισμένος προσπαθούσε να διαχειριστεί τις ερωτήσεις τους. Ο μόνος που δεν μίλησε ήταν ο Μεϊμάρ ο οποίος τον κοίταζε σαν να είχε βγάλει κέρατα αμενορίου, Πως είναι δυνατόν με όλα αυτά που έκανε στο παρελθόν να έχει αγνή ψυχή; Εκτός κι αν το αμενόρι είδε πως κάποιος τον χειραγωγούσε. Ούμφ αυτό είναι αδύνατον! Γιατί κάποιος να μπει σε τόσο κόπο για να τον ελέγξει; Αναλογίστηκε ο νεαρός Κελκάρ κοιτάζοντας τον με δυσπιστία όταν ξαφνικά του ήρθε, Όλα ξεκίνησαν από τότε που προσλήφθηκε ο Λούογιανκ ως σωματοφύλακας! Μπα μάλλον θα έτυχε, αναλογίστηκε αλλά βλέποντας το αθώο βλέμμα του κουνιάδου του αποφάσισε για καλό και για κακό να έχει από κοντά τον συγκεκριμένο σωματοφύλακα, Δεν θα το κάνω επειδή θέλω να καθαρίσω το όνομα του Γιν Φανκ αλλά επειδή αν έστω μια στο εκατομμύριο είναι αλήθεια και τον ξεσκεπάσω η Ξιάνκ θα είναι περήφανη για εμένα! Καθώς τα σκεφτόταν αυτά ο Φάνκ αποκρίθηκε με απαλή φωνή,

«Μήπως καλό θα ήταν να πηγαίναμε πρώτα στην αγορά και μετά να συνεχίσετε τις ερωτήσεις; Γιατί όπως πάμε σε λίγο δεν θα βρούμε ούτε μπαχάρι»,

«Έχετε δίκιο κύριε!» αποκρίθηκε ο Τσιν και κοιτάζοντας τον νεαρό οδηγό της άμαξας πρόσθεσε, «Αν μας πας γρήγορα και ασφαλείς στην άμαξα τότε ο κύριος μου θα διαπραγματευτεί σύντομα μαζί σου την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου αμενορίου»,

«Δεν χρειάζεται! Του το παραχωρώ δωρεάν» αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο καθώς τους βοήθαγε να επιβιβαστούν στην άμαξα,

«Μα…» άρχισε να λέει ο Φανκ,

«Δεν θέλω να πάρω χρήματα. Εμένα μου αρκεί πως είσαι ένας καλός Σακούρ και πείτε το προαίσθηση αλλά ξέρω πως θα του συμπεριφερθείς καλά» τον διέκοψε καθώς πήγαινε να φύγει όταν όμως η κουρτίνα της άμαξας έπεφτε ο Φανκ τον ρώτησε,

«Πως σε λένε;»,

«Ντουάν Γιανλίν άρχοντα μου» αποκρίθηκε ο νεαρός με ένα χαμόγελο. Μετά από αυτό δεν άργησαν να ξεκινήσουν για την αγορά. Καθώς πέρναγαν από διάφορους δρόμους και σοκάκια ο νεαρός έχοντας κάτσει κοντά στο παράθυρο άρχισε να χαζεύει τα πάντα από τα κτήρια μέχρι κάτι περίεργα ζώα που έμοιαζαν με διασταύρωση γάτας και αλεπούς καθώς αντί για μια ουρά γάτας είχαν δύο αλεπούς. Ήταν τόσο απορροφημένος σε όλη αυτή τη καινούργια πληροφορία που λάμβανε που δεν κατάλαβε πως ο Τσιν βλέποντας τον να κάνει σαν μικρό παιδί που ρουφάει όλη την πληροφορία σαν σφουγγάρι χαμογελώντας με λατρεία ένωσε κρυφά το χέρι του με του αφέντη του όπως είχε δει στις εξόδους του, όταν είχε ρεπό τα νεαρά ζευγαράκια να κάνουν. Κάποια στιγμή άρχισε δειλά δειλά να το χαϊδεύει με τα δάχτυλα του, Είναι τόσο όμορφος όταν χαμογελάει! Πόσο τυφλός ήμουν που δεν το είχα παρατηρήσει νωρίτερα! Μακάρι να είχα το θάρρος να του έλεγα πως αισθάνομαι για εκείνον αλλά ίσως είναι καλύτερα έτσι. Το καθήκον του είναι να παντρευτεί με μια αρχόντισσα για να συνεχιστεί η οικογένεια και να μην χαθεί το όνομα των Γιν! Δεν πειράζει όμως, και μόνο που τον υπηρετώ είμαι ικανοποιημένος! Προτιμώ να ραγίσω την καρδούλα μου παρά να του καταστρέψω την ευτυχία του, αναλογίστηκε ο υπηρέτης καθ’όλη την διαδρομή. Όταν ο Γιανλιν τους ενημέρωσε πως έφτασαν εκείνος τρομαγμένος για να μην καταλάβει ο αφέντης του κάτι αποτράβηξε γρήγορα το χέρι του από το δικό του. Ο Φανκ μην έχοντας πάρει είδηση την κίνηση του παραξενεύτηκε βλέποντας τον Τσιν να είναι κατακόκκινος και μαζεμένος σε μια γωνιά, Φαίνεται πως ακόμα με φοβάται! Τον καημένο και εγώ αν είχα περάσει όσα πέρασε και εκείνος την ίδια συμπεριφορά θα είχα, αναλογίστηκε ο νεαρός καθώς έβγαινε από την άμαξα αγνοώντας πως ο υπηρέτης δεν τον φοβόταν απλά προσπαθούσε να διαχειριστεί και να κρύψει τα αισθήματα του για εκείνον. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μόλις πάτησε το πόδι του στο έδαφος ήταν οι πάρα πολλοί υπαίθριοι πάγκοι των εμπόρων που ήταν γεμάτοι με την πραμάτεια τους, Όπως η λαϊκή αγορά της Αθήνας, αναλογίστηκε ο Φανκ καθώς του ερχόταν στο μυαλό η γιαγιά του η Σωτηρία που, ως Ιάσωνας, τον έπαιρνε πολλές φορές μαζί της στην λαϊκή αγορά για να του μάθει τα κόλπα για να βρίσκει τα πιο παρθένα φρούτα και λαχανικά. Η θύμηση της γλυκιάς παχουλής γιαγιάς του έφερε μια μελαγχολία στον νεαρό, Άραγε τι να κάνουν τώρα; Το πιο πιθανό είναι να κλαίνε πάνω από τον τάφο μου. Ή μήπως έχει συμβεί σαν τις κινέζικες νουβέλες που ο πρωταγωνιστής πέφτει σε κώμα σε ένα νοσοκομείο και αν ολοκληρώσει την αποστολή του στον καινούργιο κόσμο και το θέλει ξυπνάει έπειτα στην Γη σαν να μην είχε συμβεί τίποτα; Αναρωτήθηκε ο Φανκ καθώς ο Γιανλίν ελευθέρωνε το αμενόρι που ήταν ο Αμάρθας και τον οδηγούσε κοντά του. Βλέποντας πως η άμαξα του ευγενικού αμαξά έμεινε μόνο με ένα αμενόρι ανίκανη να συνεχίσει το ταξίδι της ο μεταμφιεσμένος σε χορευτή Φανκ τον ρώτησε,

«Σίγουρα δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα να πάρω το αμενόρι σου;»,

«Σίγουρα» του απάντησε με ένα χαμόγελο εκείνος,

«Μα την άμαξα σου δεν μπορεί να την κινεί μόνο ένα αμενόρι. Πως θα γυρίσεις πίσω και θα συνεχίσεις την δουλειά σου πλέον;»,

«Μην ανησυχείς από καιρό ήθελα να την πουλήσω και να πάω στην εξοχή μαζί με το αμενόρι της οικογένειας μου, την Ελάια να βοηθήσω τους γονείς μου με το χωράφι. Ο μόνος λόγος που δεν το έκανα ήταν πως δεν ήθελα να αφήσω σε ξένα χέρια τον Αμάρθας»,

«Πως…» άρχισε να λέει σαστισμένος ο Φάνκ,

«Πως ξέρω το όνομα του; Είναι το μόνο πράγμα που μου είπε με την ανθρώπινη φωνή του όταν τον πρωτοσυνάντησα λίγο έξω από το Μαγεμένο δάσος. Με έσωσε όταν γλίστρησα και έσπασα το πόδι μου. Τον ρώτησα τι ήθελε σαν αντάλλαγμα αλλά αρνήθηκε να μου ξαναμιλήσει. Μάλλον τα μαγικά πλάσματα μιλάνε μόνο στους αφέντες τους» αποκρίθηκε ο νεαρός καθώς έδινε στον Φανκ τα γκέμια του αμενόρι. Αφού τον ευχαρίστησε ο άνδρας έχοντας τον Αμάρθας πλησίασε μαζί με τον Τσιν την αδελφή του και τον Μεϊμάρ.

«Από πού θα αρχίσουμε;» τους ρώτησε όταν έφτασαν αρκετά κοντά τους,

«Συνήθως οι πάγκοι με τα αρώματα, τα αρωματικά στικς και τα κεριά βρίσκονται στο κέντρο της αγοράς για να αρωματίζουν τον χώρο οπότε προτείνω να κατευθυνθούμε προς τα εκεί» αποκρίθηκε η Ξιάνκ. Καθώς προχωρούσαν οι τέσσερις τους είχαν πιάσει την κουβέντα. Ήταν τόσο απορροφημένοι που κάνεις δεν παρατήρησε πως πριν χαθούν στο πλήθος μια ολόχρυση άμαξα, τριπλάσια σε μέγεθος από εκείνες που τους μετέφεραν και την οποία έσερναν τέσσερις χρυσοί με λευκές ρίγες τιγρολέωντες σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά τους. Η κόκκινη σαν από μετάξι κουρτίνα που υπήρχε στο σκαλιστό παράθυρο της άμαξας είχε ανασηκωθεί από ένα αψεγάδιαστο λευκό χέρι το οποίο άνηκε σε μια πανέμορφη κοπέλα με πολύ μακριά μαύρα μαλλιά όπου τα μισά τα είχε πιάσει σε έναν περίτεχνο κότσο που συγκρατιόταν στην θέση του από μια ολόχρυση φουρκέτα για τα μαλλιά σαν εκείνες που υπήρχαν στα αρχαία δράματα φαντασίας που παίζονταν στην κινέζικη τηλεόραση. Στο κεφάλι της επίσης δέσποζε ένα ολόχρυσο και περίτεχνα κατασκευασμένο στέμμα το οποίο ήταν διακοσμημένο με λουλούδια που έμοιαζαν με εκείνα της κερασιάς. Τα αυτιά της κοσμούνταν από μακρόστενα σκουλαρίκια φτιαγμένα από χρυσό τα οποία τελείωναν σε κρόσσια ενώ στον λεπτό λαιμό της δέσποζε ένα ολόχρυσο περίτεχνα κατασκευασμένο περιδέραιο το οποίο ήταν διακοσμημένο με ροζ πολύτιμους λίθους που έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Η νεαρή κοπέλα και μόνο από τα κοσμήματα της φαινόταν πως δεν ήταν μια κοινή ευγενής αλλά κάτι ανώτερο καθώς για να επιβαίνει την συγκεκριμένη άμαξα με τους τιγρολέωντες, οι οποίοι έσερναν μόνο την αυτοκρατορική άμαξα σήμαινε πως άνηκε στην αυτοκρατορική οικογένεια. Δεν έπεσαν έξω όσοι περαστικοί αντίκρισαν την μεγαλοπρεπή άμαξα καθώς η συγκεκριμένη γυναίκα δεν ήταν άλλη από την αυτοκράτειρα Ντάι Λίνγκζιν η οποία είχε καρφωμένα τα λαμπερά καστανόχρυσα μάτια της στην φιγούρα του Γιν Φάνκ. Δεν είχε ξαναδεί στην ζωή της τόσο όμορφο νεαρό και το βέλο το οποίο έκρυβε το κάτω μέρος του προσώπου του ξυπνούσε την περιέργεια της και την ανάγκη της να ανακαλύψει τι κρύβεται κάτω από αυτό. Δεν την ένοιαζε αν ήταν χορευτής το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να τον αποκτήσει και να τον προσθέσει στο χαρέμι της, Αν καταφέρω να τον πείσω να με παντρευτεί τότε όχι μόνο θα κερδίσω το στοίχημα με τον Γι Ζάο αλλά θα κάνω όλες τις γυναίκες των στρατηγών του αυτοκράτορα να σκάσουν από το κακό τους, αναλογίστηκε καθώς διέταξε τον στρατηγό Ζανγκ Σιχόνγκ που είχε έρθει μαζί της σαν σωματοφύλακας να της φέρει τον νεαρό με το βέλο. Εκείνος με βαριά καρδιά υπάκουσε καθώς ήταν ο μόνος που γνώριζε για το στοίχημα που έβαζαν κάθε χρόνο το αυτοκρατορικό ζευγάρι, Εδώ και χρόνια βρίσκονται σε ισοπαλία και έχουμε την ησυχία μας γιατί να αλλάξει τώρα αυτό; Αναλογίστηκε καθώς πήγαινε να ολοκληρώσει την αποστολή του αφού είχε ένα προαίσθημα πως ο συγκεκριμένος άνδρας θα γίνει η αιτία να τσακωθεί το αυτοκρατορικό ζεύγος. Όχι επειδή ο αυτοκράτορας Γι αγαπούσε την γυναίκα του και ζήλευε να την βλέπει με άλλον, κάθε άλλο καθώς ήταν γνωστό πως ο γάμος τους έγινε μόνο και μόνο για να χαροποιήσουν τον ετοιμοθάνατο τότε πατέρα του αυτοκράτορα. Όλοι οι στρατηγοί το γνώριζαν αυτό όπως και γνώριζαν την εμμονή του αυτοκράτορα να αντιγράφει τις συνήθειες του μικρού του αδελφού και το αντίστροφο. Μερικές φορές νιώθω πως συμπεριφέρονται χειρότερα και από τον γιό του εστεμμένου πρίγκιπα που είναι ψυχικά άρρωστος και ενώ είναι κοτζάμ άνδρας συμπεριφέρεται σαν ένα αθώο πεντάχρονο αγόρι. Είναι τυχερός που είναι ο ευνοούμενος του αυτοκράτορα Γι καθώς με την Ζάο Μιν για μητέρα λίγα θα ήταν τα ψωμιά του, αναλογίστηκε ο στρατηγός καθώς έφτανε στο κέντρο της αγοράς. Ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που δύσκολα θα έβρισκε τον στόχο του. Έπειτα από λίγο ψάξιμο ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν με την άκρη των γατήσιων ματιών του είδε ένα αμενόρι. Γεμάτος περιέργεια έστρεψε προς την μεριά όπου το είχε δει τότε ήταν που έκπληκτος αντίκρισε το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ του!

© 05/08/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Άνδρας των Ρόδων (Κεφάλαιο 3, Μέρος 2)

  Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση του μια αμήχανη ησυχία απλώθηκε μέσα στον χώρο. Ο μικρός πιστεύοντας πως δεν τον άκουσαν όλο αθωότητα άνοιξε τ...